Την πλησίασε, έσκυψε στο αυτί και της ψιθύρισε. Έπειτα απομακρύνθηκε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Εκείνη έμοιαζε υπνωτισμένη. Η φίλη της την σκούντηξε. «Ε, ξεκόλλα! Hello; Γη καλεί Αλίνα, όβερ!» της είπε, αλλά εκείνη έμεινε να κοιτάζει το κενό. «Παιδί μου σύνελθε γιατί φρικάρω. Τι σου είπε ο τύπος; Και τι κρατάς στο χέρι σου» ρώτησε και έκανε να πάρει το χαρτάκι από το χέρι της αλλά εκείνη το έσφιξε δυνατά στη χούφτα της και γύρισε ξαφνιασμένη κοιτάζοντας τη φίλη της. «Άστο!» είπε ενοχλημένη. «Καλά ντε δεν πήγαμε να σου πάρουμε το θησαυρό. Άμα δεν έχεις όρεξη να την κάνουμε» της απάντησε πικαρισμένη.

«Πάμε» απάντησε μηχανικά. Ήταν τόσο ξαφνικό και αναπάντεχο αυτό που της είχε συμβεί που δεν μπορούσε να αντιδράσει σε οτιδήποτε άλλο. Ήθελε να μοιραστεί  με την κολλητή της αυτό που και η ίδια δεν μπορούσε να πιστέψει, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα.

Περπάτησαν αμίλητες μέχρι τη στάση του μετρό. Η φίλη της σε όλη τη διαδρομή της μιλούσε και εκείνη την άκουγε αλλά δεν μπορούσε ή μάλλον δεν ήθελε να συμμετέχει στη συζήτηση. Τη αποχαιρέτησε βιαστικά, κατέβηκε τα σκαλιά, χτύπησε το εισιτήριο και περίμενε το μετρό. Μόλις μπήκε και κάθισε σε μια θέση γωνιακή στην άκρη του βαγονιού, σαν να ήθελε να προστατεύσει έναν μικρό θησαυρό, άνοιξε τη χούφτα της. Όλο αυτό το διάστημα κρατούσε στο χέρι της εκείνο το χαρτάκι που της είχε δώσει ο άνδρας που την πλησίασε στο καφέ. Όχι δεν τον είχε ξαναδεί. Ναι, της άρεσε από την πρώτη στιγμή που τον είδε όταν μπήκε με τη φίλη της. Εκείνος καθόταν σε ένα τραπεζάκι μόνος του και διάβαζε ένα βιβλίο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τον τίτλο του. Εκείνες είχαν κάτσει στη μπάρα, όμως η ματιά της τον παρακολουθούσε κλεφτά ή και φανερά κάποιες φορές, αφού τα βλέμματά τους είχαν συναντηθεί. Έπειτα εκείνος ζήτησε το λογαριασμό, έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό σημειωματάριο και ένα στυλό και έγραψε κάτι. Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ όταν κατάλαβε ότι κατευθυνόταν προς το μέρος της που δεν ήξερε αν έπρεπε να χαμογελάσει, να πει κάτι ή… απλά δεν έκανε τίποτα. Εκείνος την πλησίασε έσκυψε στο αυτί της και με τη ζεστή του ανάσα της ψιθύρισε «είσαι ότι πιο όμορφο έχω συναντήσει. Θέλω να σε ξαναδώ» της είπε και απομακρύνθηκε. Δεν ήταν η φράση που την έκανε να ανατριχιάσει, αλλά κάτι σε αυτόν τον άνδρα την είχε μαγνητίσει. Σαν να την είχε υπνωτίσει ένα πράγμα. Άνοιξε το χαρτάκι και διάβασε: «Το εύκολο θα ήταν να σου έδινα το τηλέφωνό μου, αλλά αυτό όπως είπα θα ήταν το εύκολο. Επειδή δεν πιστεύω στις τυχαίες συναντήσεις, κάτι μου λέει πως σύντομα θα σε ξαναδώ». Χαμογέλασε. Τι περίεργα παιχνίδια που παίζει η ζωή καμιά φορά σκέφτηκε. Έφτασε στη στάση της. Κατέβηκε και κατευθύνθηκε με τα πόδια προς το σπίτι της. Φτάνοντας στην εξώπορτα έψαξε για τα κλειδιά της. Όμως κάποιος άλλος άνοιξε την πόρτα, βγαίνοντας από την πολυκατοικία. Ξαφνιασμένη σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια τις άνοιξαν διάπλατα.

«Καλησπέρα» της είπε χαμογελώντας και της έτεινε το χέρι του «Νίκος. Μόλις νοίκιασα το διαμέρισμα στον πρώτο. Χαίρομαι που για μία ακόμη φορά διαπιστώνω πως καμία συνάντηση δεν είναι τυχαία. Συμφωνείς;» της είπε και της κράτησε την πόρτα για να περάσει. «Θα τα πούμε σύντομα, ελπίζω» της χαμογέλασε και απομακρύνθηκε.

Χαμογέλασε κι εκείνη. Κάτι όμορφο την περίμενε και ήταν έτοιμη να το ζήσει…