Το ξυπνητήρι άρχισε να χτυπά. Περίμενε να τον ακούσει να στριφογυρίζει. Δεν κουνήθηκε καθόλου, ενώ το ξυπνητήρι συνέχιζε να χτυπά. Τεντώθηκε από πάνω του για να πιάσει το κινητό και να απενεργοποιήσει το ξυπνητήρι. Εκείνος την τράβηξε πάνω του.

«Μπα μπα ξυπνήσαμε;» του είπε εκείνη.

«Τι πονηρά πράγματα έχεις στο νου σου πρωί πρωί;» της είπε παιχνιδιάρικα.

«Τίποτα απολύτως! Από ότι φαίνεται εσύ δεν είχες σκοπό να σηκωθείς. Τι έγινε το ξενυχτήσες χθες;» είπε και έκανε να σηκωθεί.

Εκείνος την τράβηξε από το χέρι και ρίχνοντάς την στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί. Του χαμογέλασε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

«Ραντεβού το βράδυ. Τώρα πρέπει να φύγουμε. Πάω να φτιάξω καφέ. Μην σε ξαναπάρει ο ύπνος» είπε και έφυγε από το δωμάτιο.

Εκείνος ανασηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι, πιάνοντας ταυτόχρονα το κινητό του. Συνδέθηκε στο ιντερνέτ και αμέσως άκουσε τον ήχο των ειδοποιήσεων. Το πρόσωπό του φωτίστηκε για λίγο, αλλά μετά σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο μήπως και παραφυλούσε κανείς. Έπειτα έγραψε κάτι στα γρήγορα, έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε. Είχε ήδη αργήσει και έπρεπε να ετοιμαστεί.

«Καλημέρα. Ορίστε» του είπε και του έτεινε μια κούπα αχνιστό καφέ.

«Καλημέρα, μωρό μου!» της απάντησε γλυκά, ήπιε μια γουλιά και συνέχισε «Μμμ.. υπέροχος όπως κάθε μέρα! Λοιπόν σήμερα έχουμε μια παρουσίαση σε ένα νέο πελάτη και δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψουμε. Μην με περιμένεις κάνε το πρόγραμμά σου και θα μιλήσουμε, εντάξει;»

«Πάλι παρουσίαση» έκανε εκείνη με απογοήτευση. «Τον τελευταίο μήνα έχετε κάνει πέντε παρουσιάσεις και ακόμα δεν έχετε απάντηση».

«Ρε συ Ευάκι αφού ξέρεις τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Μακάρι να υπάρχει ενδιαφέρον και δουλειά να λες. Εσύ τι έχεις για σήμερα;»

«Μετά το σχολείο, θα πάω από το υπουργείο για να καταθέσω τα χαρτιά μου για εκείνη την προκήρυξη και μετά μάλλον θα βρεθώ με τη Μαρία για καφέ».

«Τέλεια! Θα έχεις μια γεμάτη μέρα κι εσύ! Φιλάκι;» την τράβηξε από τη μέση τη φίλησε πεταχτά το στόμα και στο λαιμό πήρε τη τσάντα του, τα κλειδιά και άνοιξε την πόρτα να φύγει.

«Καλή επιτυχία» του φώναξε από την κουζίνα εκείνη. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο κινητό του που το είχε ξεχάσει στον πάγκο. Πήγε να του φωνάξει αλλά άκουσε το ασανσέρ που ήδη κατέβαινε.

«Αν το δει πριν φύγει, θα ανέβει να το πάρει, αλλιώς θα τον πάρω στη δουλειά όταν φτάσει» σκέφτηκε και πήγε να ετοιμαστεί. Ξαναγύρισε στην κουζίνα και κοίταζε με ένα βλέμμα όπως το παιδί που κοιτάζει το γλυκό στο ψυγείο και ξέρει πως δεν πρέπει να το αγγίξει μέχρι να έρθει η ώρα, αλλά είναι έτοιμο να ορμήσει πάνω του. Αφουγκράστηκε για λίγο μήπως και άκουγε τον ήχο του ασανσέρ, αλλά τίποτα. Απόλυτη ησυχία. Το έπιασε στα χέρια. Στάθηκε ακίνητη, κοιτώντας το για μερικά δευτερόλεπτα και μετά το άνοιξε. Δεν αισθανόταν πως είχε κάτι να της κρύψει. Έτσι από περιέργεια. Άλλωστε η σχέση του ήταν όπως τον πρώτο χρόνο. Λουλούδια, γλυκόλογα και από σεξ; Μια χαρά! Ένας ήχος ειδοποίησης την τρόμαξε και λίγο έλειψε να της πέσει το κινητό από τα χέρια.

«Άστο καλό σου και με τρόμαξες, βλαμμένο!» το μάλωσε. Είχε σταλεί ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του φατσοβιβλίου. Από μια άγνωστη γυναίκα. Ποια ήταν αυτή; Πρώτη φορά την έβλεπε. Δεν της θύμιζε κάτι από αυτές που είχε στο προφίλ του σαν φίλες. Θα έσκαγε αν δεν το άνοιγε παρόλο που δεν έπρεπε. Όχι δεν έπρεπε. Αλλά δεν μπορούσε και να το αγνοήσει. Εντάξει μωρέ δεν ήταν τίποτα. Οπότε γιατί να μην το έβλεπε. Μπορεί να ήταν και τίποτα διαφημιστικό. Σιγά… Πάτησε πάνω στην εικόνα της και…

Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει τι διάβαζε. Ένα κατεβατό από μηνύματα δικά του και δικά της. Μα τι λέγανε μωρέ; Τι είναι αυτά που γράφανε; Δεν καταλάβαινε τι διάβαζε. Νόμιζε ότι είχε πάθει εγκεφαλικό. Καλά έτσι είναι τελικά όταν το παθαίνεις; Δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται; Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε τον τοίχο απέναντι και μετά άρχισε να διαβάζει ξανά κάθε γραμμή.

Ναι ήταν γκόμενά του. Όχι δεν ήταν απλά μια γνωριμία. Ήταν γκό-με-να! Και σήμερα είχαν ραντεβού! Αυτή ήταν η παρουσίαση ε; Α, ρε γλέντια που θα γίνονταν απόψε! Άρχισε να παίρνει βαθιές αναπνοές και έκατσε για λίγο να σκεφτεί ψύχραιμα. Δεν γινόταν να πάει σχολείο με τίποτα σήμερα. Πήρε τηλέφωνο να δηλώσει ασθένεια. Θα ανέβαλε και τον καφέ με τη Μαίρη. Δεν είχε καμία όρεξη. Πώς θα περνούσε όμως  όλη μέρα μέχρι να έρθει η ώρα να τους τσακώσει; Αχ! γιατί να της συμβεί κάτι τέτοιο; Ψυχραιμία! Έπρεπε να φανεί ψύχραιμη αλλιώς θα τρελαινόταν μέχρι το βράδυ. Κανόνισε να πάει κομμωτήριο. Απόψε θα του έδειχνε τι θα έχανε για πάντα. Μα καλά τι της είχε βρει αυτής της ακατανόμαστης; Ψυχραιμία, δεν έπρεπε να σκέφτεται τίποτα άλλο παρά μόνο τον εαυτό της και πόσο τυχερή ήταν που το είχε ανακαλύψει τόσο γρήγορα. Εμ, αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη αλλά αγαπάει περισσότερο τον νοικοκύρη!

Κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέφτη. Το αποτέλεσμα την ικανοποίησε πλήρως. Ήταν πολύ όμορφη απόψε. Όχι ότι δεν ήταν ωραία γυναίκα δηλαδή, αλλά απόψε… φυσούσε! Πήρε τα κλειδιά, το κινητό της και το δικό του. Έπρεπε να έχει και το πειστήριο του εγκλήματος. Πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και έφυγε.

Το ραντεβού είχε δοθεί σε ένα καινούριο πολύ σικάτο εστιατόριο. Τον είδε να κάθεται στο τραπέζι και να ασχολείται με το τάμπλετ του. Της φάνηκε πολύ όμορφος και παραλίγο να βάλει τα κλάματα, αλλά σφίχτηκε και μπήκε στο μαγαζί. Εκείνος φαινόταν απορροφημένος και δεν την κατάλαβε που τον πλησίασε.

«Μπορώ να κάτσω ή είναι πιασμένη;» τον ρώτησε ειρωνικά.

Εκείνος την κοίταξε με έκπληξη και θαυμασμό και σηκώθηκε να τη φιλήσει. Εκείνη τον έσπρωξε απαλά για να μην δώσει στόχο στους παρευρισκόμενους.

«Κάτσε κάτω» του γρύλισε μέσα από το δόντια της και του χαμογέλασε φαρμακερά. Έκατσε στην καρέκλα γιατί ένιωθε τα πόδια της να κόβονται.

«Είσαι πανέμορφη!» της είπε με θαυμασμό.

«Είσαι κάθαρμα!» του απάντησε με θυμό.

«Το ξέρω μωρό μου. Έχεις δίκιο να με μισείς, αλλά μου φάνηκε πολύ ωραία ιδέα να σε… ψήσω λίγο, για να δω αν ακόμα με θέλεις τόσο πολύ όσο εγώ και να γιορτάσουμε την επέτειό μας» της είπε γλυκά, πιάνοντας το χέρι της.

Εκείνη δεν αντέδρασε. Τα’ χασε. Μα είχε δίκιο σήμερα ήταν η επέτειός τους και το είχε ξεχάσει. Πού μυαλό με όλη αυτή την αναστάτωση.

«Τι εννοείς; Πού είναι η… κυρία που περιμένεις;»

«Εσύ είσαι βρε κουτό! Ξέρω ότι ήταν λίγο άκομψη και χοντρή η πλάκα μου, αλλά όταν την σκέφτηκα και την οργάνωσα μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα».

Της εξήγησε πως είχε φτιάξει ένα ψεύτικο προφίλ πριν από λίγες μέρες και από εκεί έστελνε μηνύματα στον εαυτό του. Επίσης το κινητό του σήμερα το πρωί το είχε αφήσει επίτηδες γιατί ήταν σίγουρος που εκείνη δεν θα άντεχε να μην το ψάξει. Ειδικά μόλις θα άκουγε το μήνυμα και θα έβλεπε τη φωτογραφία μιας άγνωστης. Ήθελε απλά να την κάνει να ζηλέψει λίγο για να δει πώς και πόσο θα αντιδρούσε και του άρεσε πολύ που είδε ότι πήγε να τον βρει στο «πονηρό» ραντεβού του ντυμένη και φτιαγμένη τόσο όμορφα.

Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια ήθελε να τον βρίσει, να τον μπουγελώσει και να σηκωθεί να φύγει και από την άλλη αισθανόταν τόσο ανακουφισμένη που ήθελε να τον φιλήσει! Τις σκέψεις της διέκοψε ο σερβιτόρος που εκείνη τη στιγμή τους έφερε ένα μπουκάλι σαμπάνια με δύο κολονάτα ποτήρια. Την άνοιξε, τους τη σέρβιρε και έφυγε.

«Στην υγειά μας αγάπη μου! Θα σε αγαπώ μέχρι να γίνεις μια παλιόγρια και εγώ ένας ξεμωραμένος παλιόγερος που θα σε πειράζει πάντα για να σε βλέπει να τσιμπάς και να τρελαίνεται!» της είπε γλυκά και έσκυψε να την φιλήσει. Εκείνη ανταποκρίθηκε και αφέθηκε να απολαύσει το υπόλοιπο της βραδιάς. Αύριο κάτι θα σκεφτόταν για τον… τιμωρήσει για το χουνέρι! Μπορεί και όχι…