Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε σε μια γαλήνια αίσθηση. Βρισκόταν σε μια πανέμορφη παραλία. Ο ήλιος ζέσταινε το πρόσωπό της ένιωθε τη βελούδινη αίσθηση της άμμου στα πόδια της καθώς περπατούσε πάνω της. Η θάλασσα ήταν γαλήνια και σμαραγδένια. Φορούσε ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο με πλατύ γείσο και γύρω του είχε δεμένη μια κορδέλα γαλάζια. Ξαφνικά άκουσε από μακριά ήχο μηχανής. Γύρισε το κεφάλι της να δει από πού ερχόταν ο θόρυβος που της χαλούσε την ήρεμη βόλτα και είδε να πλησιάζει στη στεριά μια φουσκωτή βάρκα. Είχε μείνει καρφωμένη να την κοιτάζει μέχρι που μπόρεσε να διακρίνει τον άντρα που την οδηγούσε. Έφτασε σχεδόν μέχρι έξω. Εκείνη λες και κάποιος την εμπόδιζε να προχωρήσει και να σταματήσει να κοιτάζει προς το μέρος του, έμενε ακίνητη σαν να τον περίμενε. Ο άντρας κατέβηκε από την βάρκα και την πλησίασε. Χωρίς να της πει τίποτα έσκυψε και τη φίλησε, τυλίγοντας τα χέρια του στη μέση της και τραβώντας τη προς το μέρος του. Εκείνη δεν αντιστάθηκε παρά αφέθηκε να απολαύσει τη στιγμή, όμως ένας ενοχλητικός ηλεκτρονικός ήχος την έκανε να ξεκολλήσει από πάνω του και τότε… ξύπνησε αναστατωμένη. Ήταν ώρα να σηκωθεί. Έκλεισε ενοχλημένη το ξυπνητήρι. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο δωμάτιο, σαν να γύρευε κάτι. Ουφ! άλλη μια νύχτα που είχε ζήσει ξανά αυτό το όνειρο και ήταν τόσο ζωντανό. Και πάντα τελείωνε εκεί στο φιλί. Σηκώθηκε ανόρεχτα από το κρεβάτι και πήγε να ετοιμαστεί για να μην αργήσει στο γραφείο. Σήμερα είχαν γύρισμα εκείνο το διαφημιστικό για την μπίρα. Άνοιξε τα παράθυρα και ο ήλιος έλουσε το δωμάτιο. «Υπέροχη μέρα» σκέφτηκε «ό,τι πρέπει για το γύρισμα». Έβαλε τα ρούχα που είχε διαλέξει από το προηγούμενο βράδυ. Ήπιε βιαστικά λίγο καφέ, έφαγε ένα κομμάτι κέικ και έφυγε από το σπίτι.

Στη δουλειά την περίμενε ήδη ο συνεργάτης της με πολύ όρεξη για κουβέντα και πείραγμα, όμως εκείνη ήταν σαν να μην βρισκόταν εκεί. Πήρε όλα όσα χρειαζόταν και έφυγε για το μέρος που θα γινόταν το γύρισμα. Ήταν σε μια παραλία που δεν είχε ξαναπάει. Την είχε δει στο μίτινγκ που έκαναν όταν κανόνιζαν τις λεπτομέρειες και της άρεσε. Στη διαδρομή έβαλε το αγαπημένο της cd με τη Σελίν Ντιόν και άρχισε να σιγοτραγουδά.

Όταν έφτασε στο μέρος που της είχαν πει κατέβηκε και άρχισε να κατηφορίζει. Τα αυτοκίνητα είχαν παρκάρει όλα σε ένα σημείο γιατί δεν υπήρχε πρόσβαση να πας με το αυτοκίνητο μέχρι την παραλία.

Φτάνοντας, αυτό που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα. Μα δεν ήταν δυνατόν! Έμοιαζε τόσο πολύ με αυτή την παραλία που έβλεπε τόσες μέρες στο όνειρό της. Μα, καλά στις φωτογραφίες δεν έμοιαζε με αυτό που έβλεπε τώρα. Είδε το συνεργείο που έστηνε τα μηχανήματα. Τα μοντέλα ήταν κι αυτά εκεί και περίμεναν, ενώ η μακιγιέρ έβαφε την κοπέλα. Μίλησε στον υπεύθυνο του συνεργείου και αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν σε λίγα λεπτά, έκανε μια μικρή βόλτα. Η άμμος ήταν απαλή σαν πούδρα. Έβγαλε αυθόρμητα τα παπούτσια της και άρχισε να περπατάει. Τη υπέροχη αίσθηση! Σε λίγο άρχισε να ζεσταίνεται. Πφφ! έπρεπε να είχε πάρει ένα καπέλο μαζί της. Τι βλακεία. Τώρα θα έλιωνε. Πλησίασε τη μακιγιέρ και το μοντέλο και τις χαιρέτησε.

«Πολύ ζέστη τελικά» είπε ξεφυσώντας.

«Έχω ένα εφεδρικό καπέλο, αν θέλεις. Μπορείς να το πάρεις» της είπε φιλικά η κοπέλα.

«Αχ, αλήθεια; Σίγουρα δεν το χρειάζεσαι; Σ’ ευχαριστώ πολύ με έσωσες!» είπε με ευγνωμοσύνη και το φόρεσε. Ήταν ένα λευκό τζόκεϊ. Περπάτησε ξανά προς το συνεργείο που είχε στήσει τα μηχανήματα και ήταν έτοιμο για την πρώτη λήψη. Κανόνισε κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες με τον σκηνοθέτη και πήγε πίσω από την κάμερα για να παρακολουθεί τις σκηνές.

«Πολύ ωραίο το μέρος» ακούστηκε πίσω από την πλάτη της μια ανδρική φωνή που την έκανε να πεταχτεί.

Γύρισε έτοιμη να αγριοκοιτάξει τον απρόσμενο επισκέπτη, αλλά μόλις τον αντίκρισε πάγωσε. Μάλλον έμεινε έτσι για κάμποσα δευτερόλεπτα γιατί τον άκουσε να της λέει:

«Συγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω. Είστε καλά;» τη ρώτησε ανήσυχος.

«Ω, ναι με συγχωρείτε απλά ήμουν λίγο αφηρημένη» βιάστηκε να απαντήσει και χαμήλωσε το βλέμμα της, για να μην καταλάβει την ταραχή της. Ο άντρας που της είχε μόλις μιλήσει έμοιαζε τόσο πολύ με αυτόν που έβλεπε τις τελευταίες μέρες στο όνειρό της να έρχεται με τη βάρκα. Παναγία μου, μα τι γινόταν; Η κατάσταση αυτή εξελισσόταν σε κάτι… μεταφυσικό ή μήπως είχε αρχίσει να της στρίβει καμιά βίδα; «Σταμάτα να σκέφτεσαι παλαβά και φέρσου φυσιολογικά, γιατί σίγουρα θα σε έχει περάσει για βλαμμένη ο άνθρωπος» σκέφτηκε και γύρισε ξανά προς το μέρος του, χαμογελώντας.

«Είστε ο κύριος…;»

«Α, συγνώμη τι αγένεια και σας τρόμαξα και δεν συστήθηκα. Φίλιππος. Φίλιππος Μίχας, διευθυντής μάρκετινγκ της Χάινς Ελλάς» της απάντησε ευγενικά και της έδωσε το χέρι.

«Χαίρω πολύ. Έλενα Βρεττού, δημιουργική διευθύντρια της Άπλ Άθενς» του ανταπέδωσε τον ευγενικό χαιρετισμό και του έσφιξε το χέρι. «Η παραλία είναι πραγματικά πανέμορφη. Και παρόλο που είναι τόσο κοντά στην Αθήνα δεν την γνώριζα τόσα χρόνια».

«Κι εγώ το ίδιο, παρόλο που κάνω ιστιοπλοΐα και συνηθίζω να έρχομαι προς αυτά τα μέρη».

Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Ώστε έκανε και ιστιοπλοΐα. Τίποτα άλλο; Μα πώς είναι δυνατόν να συνέβαιναν όλες αυτές οι συμπτώσεις; Καλά και ποιος της είπε πως ο άντρας αυτός ήταν ελεύθερος και ότι θα γινόταν και κάτι μεταξύ τους; «Σύνελθε, κοπέλα μου!» μάλωσε τον εαυτό της.

Η μέρα πέρασε και το γύρισμα πήγε πολύ καλά. Κόντευε να σουρουπώσει και όλοι ετοιμάζονταν να φύγουν. Μάζεψε τα πράγματά της, συνεννοήθηκε για το αυριανό ραντεβού με τον σκηνοθέτη και ετοιμάστηκε να φύγει.

«Θέλετε να σας πάω κάπου;» τη ρώτησε κοιτώντας της με ένα διαπεραστικό βλέμμα που την έκανε να ανατριχιάσει.

«Εεε, όχι σας ευχαριστώ πολύ. Έχω έρθει με το αυτοκίνητό μου» του απάντησε, προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμη.

«Τότε, μήπως θα θέλατε να πάμε να πιούμε μια μπίρα; Ξέρω ένα ωραίο μπαρ στο διπλανό παραλιακό χωριό» της πρότεινε χωρίς να πάρει ούτε λεπτό το βλέμμα του από πάνω της.

«Ε, ναι φυσικά. Πολύ ευχαρίστως. Μόνο πηγαίνετε εσείς μπροστά για να σας ακολουθήσω».

«Πολύ ωραία».

Στο αυτοκίνητο ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά και τα χέρια της έτρεμαν. Της άρεσε πολύ αυτός ο άντρας.

Όταν έφτασαν και κατέβηκαν από τα αυτοκίνητά τους, την πλησίασε και περπάτησαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Μύριζε ακόμα κι εκείνη τη στιγμή ένα υπέροχο ανδρικό άρωμα. Το μπαράκι ήταν ειδυλλιακό και χωρίς πολύ κόσμο. Έκατσαν σε ένα τραπεζάκι μπροστά στο μπαλκονάκι με τη θάλασσα στα πόδια τους. Παρήγγειλαν από μια μπίρα και άρχισαν να συζητούν. Χωρίς να το καταλάβουν πέρασαν πολλές ώρες μέχρι που ο σερβιτόρος τους πλησίασε ευγενικά και τους είπε πως το μαγαζί θα έκλεινε σε λίγο. Γέλασαν και οι δύο και αφού τον πλήρωσαν και του ζήτησαν συγνώμη, κατευθύνθηκαν προς τα αυτοκίνητά τους.

«Πέρασα πολύ ωραία σήμερα Έλενα. Θα ήθελα να σε ξαναδώ, αν θέλεις κι εσύ» της είπε κοιτώντας τη στα μάτια και χαμογελώντας γλυκά.

«Κι εγώ Φίλιππε και θα ήθελα πολύ να τα ξαναπούμε. Το τηλέφωνό μου το έχεις. Μπορείς να με πάρεις όποτε θέλεις» του απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

Έσκυψε να τη φιλήσει και έτσι όπως εκείνη γύρισε το κεφάλι της, ακούμπησε απαλά τα χείλη του. Εκείνος τη φίλησε με ένταση και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της, τραβώντας την ελαφρά προς το μέρος του.

“Να που τελικά κάποια όνειρα βγαίνουν αληθινά” σκέφτηκε και αφέθηκε να απολαύσει τη στιγμή…