Η πρώτη μέρα

Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι της εισόδου, έβγαλε την καμπαρντίνα της, τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες κ βυθίστηκε στον καναπέ. Τα μάτια της έκλεισαν αμέσως και βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο.

Όταν ξύπνησε νόμιζε πως είχε κοιμηθεί πολλές ώρες, όμως όταν κοίταξε το ρολόι της διαπίστωσε ότι είχαν περάσει μόλις τρεις ώρες. Σηκώθηκε ελαφρώς πιασμένη και έκανε ένα μορφασμό ενόχλησης. Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έριξε νερό στο πρόσωπό της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και το μακιγιάζ της την παραμόρφωνε καθώς είχε απλωθεί άτσαλα στο πρόσωπό της. Πήρε λίγο βαμβάκι, το πότισε με λοσιόν ντεμακιγιάζ και άρχισε να το καθαρίζει. «τι νύχτα κι αυτή» σκέφτηκε και χαμογέλασε με ικανοποίηση.

Αφού τελείωσε το μπάνιο της και φόρεσε μια γκρι βελουτέ φόρμα και ένα t-shirt που έγραφε «let the sun come in», πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε έναν δυνατό καφέ. Η μυρωδιά της έφτιαξε τη διάθεση και όταν ήπιε την πρώτη γουλιά αφού πρώτα σιχτίρισε που κάηκε, απόλαυσε την καφεΐνη που κύλησε μέσα της.

Κάθισε στον καναπέ, έπιασε το κινητό της και είδε ότι είχε δύο μηνύματα. Πάτησε την οθόνη να τα διαβάσει. Το πρώτο ήταν διαφημιστικό και το διέγραψε κατευθείαν. Το δεύτερο ήταν από εκείνον. Της έγραφε: «Πάρε με όταν το διαβάσεις».

Διάβαζε και ξαναδιάβαζε αυτέ τις πέντε λέξεις. Μα τι στο καλό; Κάτι άλλο δεν είχε να της γράψει; Την ενόχλησε που ήταν τόσο ψυχρός. Χθες το βράδυ ήταν όλα αλλιώς. Είχε περάσει τέλεια μαζί του. Τον συνάντησε τυχαία σε ένα μπαρ. Εκείνη είχε πάει με την παρέα της και εκείνος με τη δική του. Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο μπαρ, ένιωσε ένα ζευγάρι μάτια να την ακολουθούν. Όταν αναζήτησε εκείνο το βλέμμα, τον είδε να την κοιτάει καρφωμένος, πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του. Ένιωσε λίγο αμήχανα με το τόσο έντονο τρόπο που την κοιτούσε, αλλά έκανε πως δεν έδωσε και ιδιαίτερη προσοχή, συνεχίζοντας να εξερευνεί το χώρο. Ήταν όμορφος. Όχι αυτό που λέμε χαρακτηριστικά μοντέλου. Κάθε άλλο. Είχε μια γοητεία άγρια. Σκούρα καστανά μαλλιά σπαστά, καφέ μάτια, σταράτη επιδερμίδα, ψηλός και δεμένος. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και εκείνος την πλησίασε μπροστά σε όλους, έσκυψε κοντά στο αυτί της και της συστήθηκε.

-Αλέξης. Θα περάσει πολλή ώρα μέχρι να μιλήσουμε;

-Νάντια. Ο χρόνος είναι σχετικός.

-Έχω μάθει να αξιοποιώ σωστά τον χρόνο και να μην τον σπαταλώ με περιττές διαδικασίες. Είσαι έτοιμη να φύγουμε;

-Ορίστε; Μα μόλις συστηθήκαμε! Δεν νομίζεις ότι βιάζεσαι πολύ; Είμαι εδώ με την παρέα μου.

-Δηλαδή δεν υπάρχει τρόπος να βρεις μια καλή δικαιολογία και να πάμε κάπου αλλού για να μάθεις περισσότερα για μένα;

Η ανάσα του ήταν καυτή και χάιδευε τον λαιμό της καθώς της μιλούσε, κάνοντάς την να ανατριχιάσει. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή, μετά γύρισε σε μια φίλη της και της είπε κάτι. Πήρε την τσάντα και την καμπαρντίνα της, τον κοίταξε με ένα ελαφρύ χαμόγελο και έφυγαν από το μπαρ.

Είχε ένα σπορ αμάξι μαύρο. Της άνοιξε την πόρτα. Το εσωτερικό του ήταν πολύ καθαρό και μύριζε ένα διακριτικό άρωμα που θύμιζε θάλασσα. Μπήκε και εκείνος, έσκυψε προς το μέρος της και εκείνη τα έχασε για λίγο. Τράβηξε τη ζώνη ασφαλείας και την κούμπωσε. Την κοίταξε και της χαμογέλασε πονηρά. Κατάλαβε την ταραχή της. Έπειτα έβαλε μπρος και ξεκίνησαν. Πήγαν σε ένα μπαράκι όχι πολύ μακριά από εκεί που γνωρίστηκαν, αλλά ήταν μικρό και ήσυχο. Πολύ ατμοσφαιρικό με ωραία τζαζ μουσική και χαμηλό φωτισμό. Βρήκαν δυο θέσεις στην άκρη του μπαρ και κάθισαν.

-Δεν είναι καλύτερα εδώ; τη ρώτησε συνεχίζοντας να την κοιτάζει με ένα βλέμμα που την έκανε να νιώθει σαν να ήταν γυμνή.

-Είναι πολύ ωραίο μέρος, δεν έχω ξανάρθει.

-Ήμουν σίγουρος.

-Και γιατί έτσι;            

-Γιατί δεν είναι του στιλ σου να έρχεσαι σε τέτοια μπαρ.

-Και ποιο είναι δηλαδή το στιλ μου;

-Κάτι πιο φανταχτερό, που να κάνεις αισθητή την παρουσία σου. Όπως εκεί που σε είδα.

-Α, μάλιστα… Είσαι μήπως ψυχολόγος ή έχεις απλά χόμπι να αναλύεις τους ανθρώπους και μάλιστα προτού καν τους γνωρίσεις;

-Πες πως έχω καλό ένστικτο.

-Και σου βγαίνει πάντα σωστό;

-Το πάντα δεν υπάρχει όπως και το ποτέ. Όμως συνήθως ναι, βγαίνει σχεδόν πάντα σωστό της είπε με παιχνιδιάρικο ύφος.

-Θα ήθελα να πιω κάτι.

-Έχεις δίκιο. Η βραδιά τώρα αρχίζει και χρειαζόμαστε καλή παρέα για να τη συνοδεύσουμε.

Παρήγγειλαν τα ποτά τους και συνέχισαν να συζητούν μέχρι που έμειναν οι μόνοι πελάτες μέσα στο μαγαζί και τότε αποφάσισαν να φύγουν.

-Προτείνω να πάμε κάπου πιο ήσυχα να συνεχίσουμε τη βραδιά μας. Μένω εδώ κοντά.

-Δεν νομίζεις ότι το πας πολύ γρήγορα; του είπε κάπως επιφυλακτικά.

-Φοβάσαι ή δεν θέλεις να σε περάσω για κακό κορίτσι που πηγαίνει στα σπίτια των άλλων τόσο εύκολα; της είπε πειραχτικά.

-Τίποτα από όλα αυτά, απλώς δεν νομίζω ότι πρέπει να πάμε κάπου αλλού για σήμερα τουλάχιστον.

-Ωραία, λοιπόν επειδή δεν θέλω να σε πιέσω και περάσαμε τόσο όμορφα απόψε θα σε συνοδεύσω μέχρι το σπίτι σου και θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή.

-Δεν χρειάζεται…

-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να γυρίσεις μόνη σου της είπε αποφασιστικά.

-Εντάξει, σ’ ευχαριστώ.

-Δεν το κάνω από υποχρέωση μάτια μου, επειδή το γουστάρω το κάνω.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της. Όταν έφτασαν από κάτω εκείνη έβγαλε τη ζώνη.

-Φτάσαμε, λοιπόν καληνύχτα και σε ευχαριστώ για την βραδιά πέρασα πολύ ωραία.

Έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του και έπιασε το πρόσωπό της, φιλώντας τη με ένταση. Ένιωσε το κορμί της να τρέμει και προσπάθησε να φανεί ψύχραιμη. Την άφησε, της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε απλά καληνύχτα. Εκείνη βγήκε από το αυτοκίνητο και μπήκε σπίτι της.

Δεν είχε ξανακάνει κάτι τόσο τολμηρό, όπως το να ακολουθήσει έναν ξένο, όμως κάτι της έλεγε ότι αυτός ο άντρας άξιζε το ρίσκο. Όμως τώρα διάβαζε αυτό το ξερό μήνυμα και δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια δεν κρατιόταν να τον πάρει και από την άλλη δεν ήθελε να φανεί ότι τον σκεφτόταν τόσο πολύ. Είδε ότι της το είχε στείλει λίγα λεπτά αφού είχαν αποχαιρετιστεί. Είχαν περάσει πέντε ώρες. Ο ήχος του κινητού την έκανε να αναπηδήσει καθώς είχε βυθιστεί στις σκέψεις της. Ήταν εκείνος!

Σήκωσε το τηλέφωνο και απάντησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε για να μην προδοθεί, όμως εκείνος μπορούσε να καταλάβει την ταραχή της και αυτό τον διασκέδασε και του άρεσε.

-Πότε θα σε δω;

-Ε, δεν ξέρω… θέλεις…

-Απόψε! Θα περάσω στις 9 να σε πάρω.

-Εντάξει του απάντησε εκείνη σαν υπνωτισμένη, ενώ η καρδιά της κόντευε να σπάσει.

-Το ξέρεις ότι από χθες το βράδυ ξεκίνησε η πρώτη μέρα της ζωή μας.

-Τι εννοείς; έκανε εκείνη σαστισμένη.

-Εννοώ ότι εσύ και εγώ έχουμε πολλά να πούμε. Και να κάνουμε… Τα λέμε το βράδυ!

Προτού προλάβει να του πει οτιδήποτε η συνομιλία είχε τερματιστεί. Κοίταξε την οθόνη του κινητού της και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Η πρώτη μέρα της ζωή τους είχε μόλις αρχίσει…