Κατά βάθος... είμαστε ξενοφοβικοί

Πολλά έχουν ειπωθεί και άλλα τόσα έχουν γίνει από τότε που η Ελλάδα έπαψε να είναι χώρα μόνο των ιθαγενών της και άρχισε να αναμειγνύεται και με άλλους πολιτισμούς. Κυρίως βέβαια λόγω της δυσκολίας να αποτρέψει την είσοδό τους από τα σύνορα. Η ιστορία γνωστή και δεν πρόκειται να σταθώ εκεί. Με τα χρόνια λοιπόν οι… ξένοι εγκαταστάθηκαν, δημιούργησαν και πλέον αρκετοί από αυτούς είναι κομμάτι της κοινωνίας. Είναι ιδιοκτήτες ακινήτων και επιχειρήσεων, πληρώνουν φόρους, στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία όπου και σπουδάζουν με διακρίσεις και γενικά ζουν όπως όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας και έτσι είναι το σωστό και το δίκαιο.

Με αφορμή λοιπόν τα περιστατικά άρνησης των γονέων από διάφορα δημοτικά σχολεία να δεχτούν προσφυγόπουλα που θέλουν να φοιτήσουν στη χώρα μας, άρχισα να σκέφτομαι και να βλέπω αντιδράσεις. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι πως τελικά όσα χρόνια κι αν περάσουν στο άκουσμα του μετανάστη, του πρόσφυγα ή όπως και να τον ονομάσουμε η αντίδραση παραμένει ίδια. Θα προκαλεί την ίδια επιφυλακτικότητα να το πω κομψά ή την ίδια απόρριψη και δυσαρέσκεια.

Γιατί ας μην κρυβόμαστε τώρα, μπορεί όλοι μας λίγο ή πολύ να έχουμε «βοηθήσει» με το να δώσουμε παλιά ρούχα ή παπούτσια, να έχουμε πάρει ένα κουτί γάλα ή λίγα μακαρόνια. Να δείχνουμε τέλος πάντων το φιλάνθρωπο πρόσωπό μας, αλλά πόσοι από εμάς θα ήθελαν να έχουν γείτονα, συνάδελφο, συμμαθητή του παιδιού τους, φιλοξενούμενο στο σπίτι τους έναν μετανάστη από τη Συρία, την Αλγερία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Ιράκ; Ας είμαστε ειλικρινείς και οι απαντήσεις που θα παίρναμε αν κάναμε μια ανώνυμη έρευνα θα έδειχνε πραγματικά μεγάλη απόκλιση στα ποσοστά αποδοχής από όσο θέλουμε να λέμε.

Η κοινωνία μας ακόμα και σήμερα, που πλέον συνυπάρχει και με άλλους λαούς, παραμένει κλειστή και μάλλον αρνητική στην ιδέα του να μοιράζεται απροβλημάτιστα την καθημερινότητά της. Ναι μεν θέλουμε να βοηθήσουμε, αλλά όχι να δημιουργήσουμε μια μόνιμη κατάσταση που θα έχουμε μπροστά μας και θα πρέπει να την αποδεχτούμε και να ζούμε με αυτή.

Ίσως να έχει να κάνει με το άγνωστο που μας φοβίζει και μας κάνει διστακτικούς όλους. Άλλη κουλτούρα, άλλη θρησκεία, άλλα πιστεύω. Πώς γίνεται αυτή η συνύπαρξη αρμονική; Πώς γίνεται η καθημερινή μας επαφή να μην έχει δισταγμούς και κολλήματα; Πού τελειώνουν τα όρια του ενός και αρχίζουν του άλλου; Την απάντηση θα έπρεπε να την αναζητήσουμε σε άλλα κράτη που χρόνια τώρα έχουν δημιουργήσει αρμονικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπου όλοι ζουν ίσα με τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις. Όμως αυτά θέλουν χρόνο και οργάνωση. Εκπαίδευση και συνέπεια. Οι άνθρωποι δεν έχουν από μόνοι τους την άρνηση να συνυπάρχουν. Ο φόβος και η άγνοια όμως σε κάνει αρνητικό.

Πόσοι από εμάς γνωρίζουν τη διαδικασία ένταξης αυτών των ανθρώπων στη χώρα μας; Ποιος αρμόδιος έχει βγει για να ενημερώσει, να καθησυχάσει, να προβλέψει και να οργανώσει αυτή την ένταξη; Δεν είναι λοιπόν λογικό και αναμενόμενο μέχρι ενός σημείου να υπάρχουν αντιδράσεις και αρνητισμός όταν οι ίδιοι οι πολίτες δοκιμάζονται καθημερινά εδώ και χρόνια με γνώμονα την ανασφάλεια, την ανεργία, την φτώχια; Πώς να υποστηρίξεις κάτι όταν εσύ ο ίδιος δεν ξέρει και δεν μπορείς;

Γι’ αυτό λοιπόν ας μην είμαστε αυστηροί με τους επιφυλακτικούς, αλλά ούτε και ακραίοι με τους ανθρώπους που έμειναν χωρίς πατρίδα. Δυστυχώς οι υπεύθυνοι δεν φάνηκαν ικανοί και αντάξιοι μέχρι σήμερα να μπορέσουν να δώσουν επαρκείς λύσεις. Είναι στο χέρι μας λοιπόν, για άλλη μια φορά, να διαχειριστούμε σοβαρά θέματα με μόνο σύμμαχο την ανθρωπιά και την προσωπική συνείδηση του καθενός μας. Το τι μας επιφυλάσσει το μέλλον θα το δούμε στην πορεία…