Ο γνώριμος ήχος του μηνύματος στο κινητό της την έβγαλε από το ονειροπόλημα. Ήταν ένας μήνας που είχαν γνωριστεί και μπορούσε να πει πως την είχε πατήσει για τα καλά μαζί του, όμως κι αυτός έδειχνε πως την ήθελε πολύ. Έβγαιναν πολύ συχνά, αλλά ακόμα δεν είχαν προχωρήσει. Ήταν επιλογή της και δεν ήξερε γιατί, αλλά κάτι την έκανε να διστάζει και να το αναβάλει για την επόμενη φορά. Εκείνος βέβαια δεν έδειχνε να τον ενοχλεί. Αντιθέτως την φλέρταρε όλο και πιο πολύ και αυτό της ανέβαζε όλο και περισσότερο.

Έπιασε το κινητό και διάβασε το μήνυμα. Μια έκφραση απογοήτευσης γέμισε το πρόσωπό της. Τελικά δεν θα τον συναντούσε απόψε γιατί είχε προκύψει μια δουλειά και έπρεπε να αναβάλουν το ραντεβού τους. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήλπιζε μόνο να τον έβλεπε αύριο. Πήρε τηλέφωνο τη φίλη της και της πρότεινε να πάνε για ένα ποτό, δεν ήθελε να μείνει σπίτι απόψε. Έδωσαν ραντεβού σε ένα καινούριο μαγαζί που είχε ανοίξει. Πόσο θα ήθελε να την έπαιρνε και να της έλεγε πως τελικά τα σχέδια είχαν αλλάξει και πως ήθελε να βρεθούν.

Μπήκε πρώτη στο μαγαζί και βρήκε δύο θέσεις στο μπαρ. Κάθισε και παρήγγειλε ένα ποτήρι κρασί. Τσέκαρε το κινητό της μήπως και έβρισκε κανένα μήνυμα ή κάποια αναπάντητη κλήση αλλά τίποτα. Η φίλη της δεν άργησε να έρθει.

«Τι έγινε γιατί είσαι σαν τη Μεγάλη Παρασκευή;» την πείραξε.

«Ε, δεν είμαι τόσο χάλια» προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

«Όχι, δεν είσαι χάλια, είσαι χειρότερα! Έλα στην υγειά μας! Εκείνος χάνει, εμείς πάντως θα περάσουμε καλά!» την προέτρεψε για να της ανεβάσει το κέφι.

Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν τον είδε να μπαίνει. Τα έχασε! Μα πώς; Και η δουλειά; Και γιατί δεν την πήρε να της πει να βρεθούν αν κάτι είχε αλλάξει. Το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια κοκκινομάλλα που τον ακολουθούσε. Στάθηκαν για λίγο να εξερευνήσουν το χώρο. Εκείνος έγειρε στο λαιμό της και τη φίλησε. Αν δεν πάθαινε εγκεφαλικό εκείνο το βράδυ δεν θα πάθαινε ποτέ για το υπόλοιπο της ζωής της. Κρύφτηκε για να μην τη δει.

«Τι έπαθες καλέ; Φάντασμα είδες; Εσύ χλώμιασες σαν πανί! Αισθάνεσαι καλά;» τη ρώτησε ανήσυχη.

«Κοίτα με τρόπο προς τα πίσω» της είπε λες και είχε πέσει πάνω της μια πολυκατοικία. Ένιωθε τόσο χάλια. Το κεφάλι της βούιζε.

«Α, το ρεμάλι. Αυτή ήταν η δουλειά που είχε. Ρε θα πάω να τον πιάσω και θα τον ξεφτιλίσω!» είπε έξω φρενών η φίλη.

«Δεν θα πας πουθενά» της είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Δεν θα του κάνω τη χάρη να γίνω ρεζίλι εγώ για τα μούτρα του. Κάτι θα σκεφτώ, όταν συνέλθω από το σοκ» συνέχισε και ήπιε με μιας το υπόλοιπο κρασί ενώ παρήγγειλε και δεύτερο.

«Όπα, κοπελιά με το μαλακό, μην σε πάρω σηκωτή από εδώ» της είπε με ενδιαφέρον η φίλη.

«Μην ανησυχείς, αντέχω!» είπε αποφασισμένη. «Λοιπόν άκου τι θα κάνουμε» είπε και έσκυψε κοντά στο αυτί της φίλη της.

Λίγα λεπτά αργότερα, σηκώθηκε από το σκαμπό της, ίσιωσε τη φούστα της έφτιαξε τα μαλλιά της, ήπιε μια τελευταία γουλιά και με αέρα μοντέλου σε πασαρέλα κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του. Εκείνος ασχολιόταν αμέριμνος με την κοκκινομάλλα που φαινόταν να το απολαμβάνει.

«Αλέξανδρε;» του είπε μελιστάλαχτα. Όταν σήκωσε το βλέμμα του, το αίμα σαν να εξατμίστηκε με μιας από το πρόσωπό του και έγινε άσπρος σαν πανί. «Γιατί δεν μου είπες βρε μωρό μου ότι απόψε γουστάρεις τρίο; Θα είχα φορέσει εκείνα τα κίνκι εσώρουχα και θα είχα πάρει και τις χειροπέδες μου» συνέχισε με ναζιάρικο ύφος, ενώ ταυτόχρονα πήγε και έκατσε δίπλα του και άρχισε να τρίβεται σαν χαδιάρα γάτα. Η κοκκινομάλλα κοκκίνισε από την κορφή ως τα νύχια. Σηκώθηκε, έπιασε ένα ποτήρι με νερό και του το έφερε καπέλο! Ευτυχώς που αντιλήφθηκε έγκαιρα την πρόθεση της και πρόλαβε να αποτραβηχτεί από δίπλα του για να μην φάει και εκείνη το μπουγέλο. Η κοκκινομάλλα εξαφανίστηκε ως Κόπερφιλντ από μπροστά τους. Εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση να την ακολουθήσει παρά προσπαθούμε να σκουπίσει τα νερά από το πρόσωπό του. Δεν σήκωσε καν το βλέμμα να την κοιτάξει παρά τον άκουσε να λέει «Μου άξιζε! Και η αλήθεια είναι πως δεν σου το είχα. Κρίμα που δεν είχαμε το χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα».

«Ευτυχώς να λες γιατί άμα σε έπαιρνα χαμπάρι αργότερα τι κόπανος είσαι, μπορεί να μας έγραφαν και οι εφημερίδες. Άι στα τσακίδια λοιπόν καθίκι και άλλη φορά να είσαι πιο προσεκτικός» του είπε με περιφρόνηση και έφυγε με αέρα θριαμβευτικό.

Η φίλη της που όλη αυτή την ώρα τραβούσε με διακριτικό τρόπο βίντεο με το κινητό της, την αγκάλιασε και της είπε «Είσαι η ηρωίδα μου! Θα κάνει πολύ καιρό να ξαναπέσει σε γυναίκα. Καλά το βίντεο είναι τέλειο! Να το ανεβάσουμε στο διαδίκτυο;»

«Πας καλά; Να γίνω κι εγώ ξεφτίλα;» της είπε αναστατωμένη.

«Έλα ρε πλάκα κάνω! Πάντως θα το κρατήσω για να το βλέπουμε και να γελάμε όποτε έχουμε τις μαύρες μας» της είπε χαριτολογώντας και την έπιασε από τους ώμους. «Άντε στην υγειά μας! Στα καλύτερα που έρχονται!»

«Στην υγειά μας! Τι βραδιά κι αυτή!  Ακόμα και τώρα η καρδιά μου κοντεύει να εκτοξευθεί!»

«Ευτυχώς που τον πήρες χαμπάρι γρήγορα τον ηλίθιο. Δεν λέω ήταν μεγάλο το χουνέρι, αλλά κι εσύ να είσαι πιο προσεκτική άλλη φορά. Μην πέφτεις με τα μούτρα».

«Έχεις δίκιο, αλλά με ξεγέλασε το καθίκι. Λοιπόν πάμε κάπου αλλού να κλείσουμε πιο χαλαρά τη βραδιά;»

«Φύγαμε! Τα ποτά τα έχω ήδη πληρώσει. Κερνάς εσύ στο επόμενο».

Πήραν τα πράγματά του και καθώς έβγαιναν από το μαγαζί, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του.

«Φεύγεις τώρα που έρχομαι;» της είπε καθώς έγειρε στο αυτί της και μια υπέροχη μυρωδιά από το άρωμά του, την πλημμύρισε.

«Άργησες! Ίσως αύριο. Ίσως κάποια άλλη στιγμή» του απάντησε χαμογελώντας και απομακρύνθηκε, νιώθοντας το βλέμμα του να την ακολουθεί.

«Ίσως αύριο…» σκέφτηκε ξανά κι εκείνη, πήρε αγκαζέ τη φίλη της και έφυγαν σιγοτραγουδώντας το «it’s raining men».