Κλείνοντας το τηλέφωνο νόμιζες πως θα καταρρεύσει. Ήταν χλωμός σαν το πανί. Τα χέρια του έτρεμαν. Πήρε μηχανικά τα κλειδιά, το μπουφάν του, έβαλε το κινητό στην τσέπη του και έφυγε από το διαμέρισμα.

Είχε εδώ και δύο μέρες ένα κακό προαίσθημα και σήμερα είχε επιβεβαιωθεί. Ο καλύτερός του φίλος που ήταν μαζί από παιδιά, είχε εξαφανιστεί χωρίς να ενημερώσει κανέναν και σήμερα τον είχε πάρει τηλέφωνο η μητέρα του φίλου του για να του πει πως τον είχαν βρει σε άθλια κατάσταση κάτι περαστικοί μέσα στο αυτοκίνητό του που ήταν σταματημένο σε μια άγνωστη περιοχή.

«Τι στο καλό είχε συμβεί;» αναρωτιόταν καθώς κατευθυνόταν προς το νοσοκομείο για να τον δει. Ευτυχώς δεν ήταν στην εντατική, αλλά θα έκανε μέρες να συνέλθει. Η μητέρα του φίλου τον είχε προειδοποιήσει να μην δείξει ξαφνιασμένος ή σοκαρισμένος όταν θα τον έβλεπε. Οι γιατροί είχαν πει ότι έπρεπε πρώτα να συνέλθει γιατί ένα δυνατό σοκ μπορούσε να προκαλέσει κάποια απρόσμενη ψυχολογική αντίδραση. Έτσι το σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή πως ότι και να αντίκριζε έπρεπε να φανεί ψύχραιμος. Μάλιστα έκανε πρόβα στις εκφράσεις του και σιγομουρμούριζε τις φράσεις που θα του έλεγε όταν τον έβλεπε. Μα τι είχε συμβεί ρε γαμώτο και γιατί δεν τον είχε πάρει ένα τηλέφωνο να του μιλήσει ή να του ζητήσει βοήθεια αν ήταν κάπου μπλεγμένος. Δεν συνήθιζε βέβαια να δημιουργεί φασαρίες ούτε έμπλεκε σε περίεργες φάσεις. Από παιδιά πάντα τον θυμόταν να είναι αρκετά συγκαταβατικός και χωρίς εξάρσεις ή επαναστάσεις. Γι’ αυτό και έμεινε άφωνος όταν νωρίτερα είχε μάθει τι του είχε συμβεί. Έπρεπε με κάθε τρόπο να μάθει. Τι στο καλό, τόσα χρόνια φίλοι θα του έλεγε τι είχε γίνει. Θα επέμενε κι εκείνος θα τον πίεζε με τρόπο να μάθει.

Φτάνοντας στο νοσοκομείο πήρε μια βαθιά ανάσα, την έκφραση της… άνεσης ή ήλπιζε τουλάχιστον να μην φαινόταν ταραγμένος και αναζήτησε το δωμάτιό του. Εκείνη την ώρα τον πέτυχε να είναι μόνος στο δωμάτιο και μάλιστα ήταν ξύπνιος. Κοίταζε προς το παράθυρο. Δεν μπορούσε να διακρίνει καλά το πρόσωπό του. Εκείνος άκουσε το άνοιγμα της πόρτας και γύρισε. Έσφιξε τα δόντια και προσπάθησε να παραμείνει όσο πιο ψύχραιμος μπορούσε. Το πρόσωπο του φίλου του ήταν ή μάλλον δεν ήταν αυτό που ήξερε. Η αριστερή πλευρά ήταν γεμάτη μελανιές και ένα μεγάλο ράμμα στο μέτωπο. Το μάτι μαύρο. Το στόμα του είχε κι αυτό μια μεγάλη κάθετη χαρακιά.

Παναγία μου σκέφτηκε πώς έγινε όλο αυτό. Και αμέσως μετά με άνετο ύφος του είπε «Τι έγινε ρε συ; Μετωπική με νταλίκα;»

«Μπορείς να το πεις και κάπως έτσι» του απάντησε. «Είναι τόσο χάλια ε;»

«Όχι ρε τι λες…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του.

«Σε μενα μιλάς. Σε ξέρω από την καλή και από την ανάποδη. Έχεις ασπρίσει και έχει ένα έντρομο βλέμμα λες και βλέπεις φάντασμα! Τόσο χάλια ε;» επανέλαβε.

Δεν ήθελε να του απαντήσει και συνέχισε «Τι συνέβη; Γιατί δεν με πήρες;».

Και του εξήγησε ακριβώς τι είχε συμβεί. Είχαν να μιλήσουν καμιά εβδομάδα και μέσα σε εκείνη την εβδομάδα είχαν συμβεί αρκετά πράγματα, τουλάχιστον για ένα άτομο σαν εκείνον. Είχε γνωρίσει μια κοπέλα από ένα σχόλιο που είχε κάνει σε μια φωτογραφία ενός άλλου φίλου και εκείνη του είχε στείλει αίτημα φιλίας. Εκείνος φυσικά το είχε αποδεχτεί αμέσως και έτσι ξεκίνησαν να ανταλλάσσουν μηνύματα. Του άρεσε πολύ. Τουλάχιστον στις φωτογραφίες που είχε ανεβάσει εκείνη στο προφίλ της ήταν ωραίο… κομμάτι! Από την αρχή του την έπεφτε με επιθετικό τρόπο και του είχε προτείνει να βρεθούν. Εκείνος επειδή δεν ήταν τόσο συνηθισμένος σε τέτοιου είδους φλερτ είχε λίγο κομπλάρει και ήθελε να το πάνε πιο σιγά. Εκείνη όμως επέμενε και έτσι μετά από τρεις μέρες συνομιλιών και «διαπραγματεύσεων» κανόνισαν ένα βράδυ να βρεθούν σε ένα μπαράκι που του πρότεινε  σε μια περιοχή λίγο περίεργη, αλλά δεν της αρνήθηκε.

Πράγματι, εκείνο το βράδυ πήγε πρώτος στο μπαρ για να προετοιμαστεί και να πιει και κανένα ποτό για να χαλαρώσει γιατί ήταν λίγο αγχωμένος με το αν θα ήταν αυτή που του παρουσιαζόταν και δεύτερον δεν ήξερε τίποτα για εκείνη πέρα από το όνομα, την ηλικία της και ότι της άρεσαν οι άνδρες που έλεγαν ελεύθερα την άποψή τους χωρίς να υπολογίζουν αν θα αρέσει στους άλλους. Χα! Ωραίο αυτό το τελευταίο δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Δεν ήξερε γιατί αλλά κάτι σε αυτή την κοπέλα τον έλκυε και ταυτόχρονα τον φόβιζε.

Την είδε να μπαίνει στο μπαρ και να τον ψάχνει με το βλέμμα της. Ήταν πανέμορφη! Πιο όμορφη και από τις φωτογραφίες. Η βραδιά ξεκινούσε πολύ καλά σκέφτηκε. Σήκωσε το χέρι του κι εκείνη χαμογελώντας τον πλησίασε. Τον χαιρέτησε και τον φίλησε στο μάγουλο. Το ντύσιμό της ήταν λίγο… προκλητικό για πρώτο ραντεβού, αλλά εκείνος θα το πήγαινε σιγά. Δεν ήθελε να τον περάσει και για λιγούρη και στο κάτω κάτω ήθελε να δει και τι καπνό φουμάρει.

Η βραδιά κύλησε όμορφα. Ήπιαν, μίλησαν αρκετά και στο τέλος του πρότεινε να πάνε σπίτι της να πιουν ένα τελευταίο ποτό και να είναι πιο άνετα. Εκείνος συμφώνησε γιατί είχε χαλαρώσει από τα ποτά και την γούσταρε πολύ. Πλήρωσε και έφυγαν. Το σπίτι της ήταν λίγο πιο κάτω κι έτσι πήγαν με τα πόδια. Ανέβηκαν στο σπίτι αλλά δεν πρόλαβαν να πιουν τίποτα γιατί εκείνη του όρμησε και βρέθηκαν κατευθείαν στον καναπέ γεμάτοι πάθος και άγριες διαθέσεις κυρίως από μεριάς της. Έμεινε όλο το βράδυ και λίγο πριν ξημερώσει της είπε ότι έπρεπε να φύγει γιατί την επόμενη μέρα είχε ένα σημαντικό ραντεβού νωρίς. Εκείνη δεν ήθελε να τον αφήσει, αλλά υποχώρησε όταν της είπε ότι θα τα ξανάλεγαν το επόμενο βράδυ. Την αποχαιρέτησε και έφυγε. Περπάτησε προς το αυτοκίνητό του που είχε παρκάρει έξω από το μπαρ το προηγούμενο βράδυ. Καθώς έβαζε τα κλειδιά για να ανοίξει, ένιωσε ένα μούδιασμα στην πλάτη και ταυτόχρονα έναν δυνατό πόνο. Πριν προλάβει να αντιδράσει ένας άνδρας συνομήλικός του φαινόταν άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο χωρίς εκείνος να μπορεί να ανταποδώσει, παρά μόνο έβαζε τα χέρια του για να προστατευθεί. Τον άκουσε να μουρμουράει με μένος «ήθελες να γαμήσεις παλιομαλάκα ε; και βρήκες τη δικιά μου γυναίκα; θα φτύσεις αίμα ρε!». Προς το τέλος ένιωσε να λιποθυμάει. Αυτό ήταν και το τελευταίο που θυμόταν. Μετά ξύπνησε στο νοσοκομείο.

Ο φίλος του είχε μείνει να τον κοιτά έκπληκτος και δεν πίστευε τι είχε συμβεί. Αφού πέρασαν δυο τρία λεπτά σιγής του είπε «Πρέπει να την βρεις και να τη ρωτήσεις πού σε έμπλεξε. Και οπωσδήποτε να του κάνεις μήνυση του αγριάνθρωπου! Κόντεψε να σε στείλε ρε φίλε!».

«Δεν θέλω να μπλέξω άλλο. Να σου πω την αλήθεια φοβήθηκα πως δεν θα ξαναδώ κανέναν σας και αυτό μου ήταν αρκετό. Δεν πρόκειται να της πω τίποτα και μάλιστα θα την μπλοκάρω από το προφίλ μου, γιατί δεν έχω καμία διάθεση να λέω ψέματα» του απάντησε ψύχραιμα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η πόρτα να ανοίγει και οι δύο άντρες ξαφνιάστηκαν προς στιγμήν, όντως απορροφημένοι από τη συζήτηση. Η πόρτα άνοιξε και φάνηκε εκείνη, κρατώντας ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Ήταν πολύ όμορφη και κομψά ντυμένη. Φαινόταν αναστατωμένη και πολύ λυπημένη. Διστακτικά πήγε προς το μέρος του. Κοντοστάθηκε από πάνω του και μετά έσκυψε προς το κρεβάτι να τον φιλήσει απαλά στο μέτωπο.

«Συγνώμη… Πραγματικά λυπάμαι πολύ… μου τα είπε όλα ο Στέλιος. Μετάνιωσε και πήγε μάλιστα και στην αστυνομία να αναφέρει το περιστατικό. Καταλαβαίνει πως αν θέλεις μπορεί να του κάνεις μήνυση. Δεν είμαστε πλέον μαζί εδώ και ένα μήνα, όμως πάντα με ζήλευε και η ζήλια του τον τύφλωσε όταν σε είδε να βγαίνεις εκείνη τη μέρα από το σπίτι μου. Δεν θέλω να σε χάσω. Μου αρέσεις πολύ, όμως η απόφαση είναι δική σου μετά από όλα αυτά» του είπε λυπημένη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Ο φίλος του κοίταζε μια εκείνον και μια την κοπέλα και δεν ήξερε αν έπρεπε να πει κάτι ή όχι.

«Όταν βγω από εδώ θα τα πούμε» της είπε εκείνος γλυκά και πρόσθεσε «αρκεί να μην με περιμένει πάλι καμιά έκπληξη».

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε όλο προσδοκία και σαν να του φάνηκε πως είδε τα μάτια της δακρυσμένα. Του χαμογέλασε και έκλεισε πίσω της την πόρτα.

«Αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Τι λες;» είπε στο φίλο του που τον κοίταζε επιδοκιμαστικά.

Ναι σίγουρα άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία…