Είχε φτάσει πια απόγευμα και κόντευε να τελειώσει τη βάρδιά του. Η αλήθεια ήταν πως σήμερα είχε κουραστεί. Δεν είχε παράπονο είχε βγάλει καλό μεροκάματο, αλλά τα πόδια του είχαν πιαστεί με την οδήγηση. Δεν σκόπευε να πάρει καμιά μακρινή κούρσα γιατί έπρεπε να παραδώσει σε μια ώρα το ταξί στον συνέταιρό του, έτσι αποφάσισε να σβήσει το «καπέλο» και θα σταματούσε ρωτώντας τους επιβάτες που ήθελαν να πάνε.

Άναψε μηχανικά άλλο ένα τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά από το αναψυκτικό του. Το είχε σιχαθεί κι αυτό και ήθελε να το κόψει το ρημάδι. Τι εξάρτηση ήταν κι αυτή! Γενικά ήθελε να αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή του και ήταν καιρός να το κάνει. Κόντευε τα σαράντα, όχι ότι ήταν και κανένα ραμολή, το αντίθετο μάλιστα. Κρατιόταν καλά εμφανισιακά και όποτε είχε κουράγιο πήγαινε για κανένα τρέξιμο στο γήπεδο που ήταν κοντά στο σπίτι του. Τώρα τελευταία όμως ένιωθε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την ανάγκη να αράξει κάπου. Όχι, να ξεκουραστεί φυσικά, αλλά να βρει μια κοπέλα που να μπορεί να κάνει χωριό μαζί της και να περνάνε ωραία ρε αδελφέ. Να βγαίνουν τις βολτούλες τους, τις εκδρομούλες τους, να συζητάνε, να κάνουν ωραία γούστα τέλος πάντων. Μέχρι στιγμής πάντως δεν είχε βρει κάτι που να τον γεμίζει. Οι περισσότερες γυναίκες που γνώριζε, κάποιες από αυτές μέσω της δουλειάς άλλες πάλι όταν έβγαινε έξω με τον κολλητό του, του φαινόντουσαν ρε παιδί μου λίγο εξωγήινες. Λες και ζούσαν σε άλλον πλανήτη. Όλο μόστρα και απαιτήσεις. Όπα κυρία μου δεν βλέπεις πως τα πράγματα θέλουν σύνεση και μέτρο, ποια είσαι στο φινάλε, το Κατερινάκι του Μπάκινγκχαμ; Χα! Όχι δεν ήθελε τέτοια ψώνια και από δαύτες κυκλοφορούσαν μπόλικες. Ψάχναν του λόγου τους κανά κορόιδο να περάσουν ωραία και ο μήνας έχει εννιά.

Τις σκέψεις του διέκοψε μια υποψήφια πελάτισσα που του έκανε σήμα. Σταμάτησε κατέβασε το τζάμι και τη ρώτησε πού πήγαινε. Η κούρσα τον βόλευε, για την ακρίβεια ήταν πολύ κοντά στο μέρος που θα άφηνε το ταξί και έτσι την πήρε. Η κοπέλα έκατσε στο πίσω κάθισμα. Της έριχνε κλεφτές ματιές από τον καθρέφτη. Ήταν όμορφη. Για την ακρίβεια γλυκιά. Φαινόταν προσιτή και προσγειωμένη κοπέλα. Ε, μετά από τόσο και τόσο κόσμο που είχε δει, μπορούσε πια να ψυχολογήσει με μια πρώτη ματιά τι είδους άνθρωπος έμπαινε στο ταξί του. Κουβαλούσε μαζί της μια μεγάλη τσάντα από γνωστό παιχνιδάδικο. Μάλλον για κάποιο ανίψι ή κανένα βαφτιστήρι. Ποιος ξέρει; Είδε πως ήταν λίγο αγχωμένη γιατί κοίταζε το ρολόι της.

«Μην ανησυχείτε σε λίγα λεπτά θα έχουμε φτάσει» της είπε και το μετάνιωσε γιατί προδόθηκε πως την παρατηρούσε τόση ώρα.

«Σας ευχαριστώ» του απάντησε ευγενικά «η αλήθεια είναι ότι έχω αργήσει λίγο και σήμερα είναι μια ιδιαίτερη μέρα» συνέχισε κοιτάζοντάς τον από τον καθρέπτη.

“Έχει ωραία εκφραστικά μάτια” σκέφτηκε εκείνος και πήρε το βλέμμα του για να μην φανεί ότι την κοιτούσε επίμονα. «Ανηψάκι ή βαφτιστήρι;» τη ρώτησε αυτός και συνέχισε «για το δώρο λέω και συγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος» είπε διστακτικά.

«Για τον γιο μου» του είπε εκείνη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το βλέμμα της είχε μια κούραση και μια θλίψη.

“Πάρτο αλλιώς μεγάλε” σκέφτηκε και ανακάθισε σαν κάποιος να τον είχε μαλώσει. “Η κοπέλα είναι ρεζερβέ, οπότε η συζήτηση τελειώνει εδώ”.

Κάτι όμως δεν τον άφηνε να μείνει σιωπηλός και συνέχισε «Θα σας περιμένει με αγωνία ο μικρός ε; Για να δει τι δώρο θα του φέρουν η μαμά και ο μπαμπάς» της αποκρίθηκε δήθεν κεφάτα, αλλά η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Μα τι στο καλό είχε πάθει κοτζάμ μαντράχαλος; Λες και ήταν κανένα παιδάκι. Αφού ήξερε πως δεν υπήρχε προοπτική για τίποτα. “Για σύνελθε κύριος” σκέφτηκε και κοιτάχτηκε με αυστηρό βλέμμα στον καθρέπτη.

«Δεν… το δώρο είναι μόνο από εμένα» απάντησε εκείνη λυπημένα. «Και ναι θα με περιμένει για να σβήσουμε την τούρτα που του έφτιαξε η γιαγιά του».

«Έτσι είναι τα παιδιά! Ανυπόμονα!» της είπε και γέλασε σιωπηλά με τον εαυτό του. “Γεια σου ρε ντόκτορ Μήτσο που ξέρεις και από παιδιά” συνέχισε να σκέφτεται “Και ναι δεν υπάρχει μπαμπάς! Ζήτω! Μα τι μαλάκας που είσαι, χαίρεσαι με τον πόνο του αλλουνού. Ωχ μωρέ ξεκόλλα” τα έβαζε με τον εαυτό του και από το τρακ του άναψε μηχανικά πάλι ένα τσιγάρο και συνέχισε να οδηγά σιωπηλός και βυθισμένος στις σκέψεις του.

Το ταξί έφτασε στο σημείο αποβίβασης και η κοπέλα έβγαλε από την τσάντα της το πορτοφόλι.

«Τι σας χρωστάω;» τον ρώτησε και είδε πως το ταξίμετρο δεν είχε γράψει τίποτα όλη αυτή την ώρα.

Ο οδηγός γύρισε προς το μέρος της με ένα ζεστό χαμόγελο και της είπε «Ξέχασα να το βάλω μπρος το ρημάδι. Δεν πειράζει είναι κερασμένη από μένα η κούρσα. Έτσι για τα γενέθλια του μικρού. Α, επί τη ευκαιρία, να τον χαίρεστε!».

«Μα τι λέτε; Δεν μπορώ να μην σας πληρώσω. Να σας αφήσω…» αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.

«Να περάσετε όμορφα απόψε κυρία» της είπε και της κατέβασε απαλά το χέρι που κρατούσε ένα χαρτονόμισμα.

Η κοπέλα διστακτικά πήρε την τσάντα και τη σακούλα με το δώρο, χαμογέλασε και του είπε «Σας ευχαριστώ πολύ! Καλό βράδυ!» και βγήκε από το ταξί.

Έβαλε μπρος και έφυγε. Χίλιες δυο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Κάτι είχε αυτή η κοπέλα και δεν μπορούσε να ξεχάσει το βλέμμα της και τη ζεστασιά του χεριού της όταν το άγγιξε. Πετάχτηκε σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα, όταν άκουσε τον ήχο από ένα τηλέφωνο. «Μπα που να λυσάξεις ρημαδιασμένο!!!» αναφώνησε.

Μα δεν ήταν το δικό του. Τι στο καλό; Σταμάτησε το ταξί στην άκρη του δρόμου και κοίταξε προς το πίσω κάθισμα. Είδε ένα κινητό. Τεντώθηκε και το έπιασε. Έγραφε «Σπίτι». Το σήκωσε διστακτικά.

«Παρακαλώ;»

«Αχ! Γεια σας και πάλι και με συγχωρείτε για την αναστάτωση. Πρέπει να μου έπεσε την ώρα που πήγα να σας πληρώσω. Ξέρετε είμαι η κοπέλα που μόλις αφήσατε. Αν δεν σας κάνει κόπο θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου αύριο να μου το φέρετε;» είπε με γλυκιά φωνή.

«Ναι, φυσικά! Κανένα πρόβλημα. Θα σας το έφερνα και τώρα μάλιστα, αλλά πρέπει να παραδώσω το ταξί στο συνεταίρο μου και δεν προλαβαίνω».

«Μα τι λέτε; Προς Θεού! Δεν θέλω να σας βάλω σε κόπο».

«Κανένας κόπος κυρία…»

«Άρτεμις!»

«Κυρία Άρτεμις, χαίρω πολύ Δημήτρης!»

«Χάρηκα! Λοιπόν, θα μου δώσετε το αριθμό του κινητού σας για να συνεννοηθούμε για αύριο;»

«Βεβαίως, γράφετε; 6945223455. Καλέστε ότι ώρα θέλετε και θα έρθω όπου μου πείτε».

«Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ και πάλι. Καλό βράδυ!»

«Καληνύχτα!» της είπε και χάιδεψε με τον αντίχειρα την οθόνη του κινητού. Χαμογέλασε. Δεν μπορεί ρε γαμώτο να είχε πέσει τόσο έξω. Κάτι του είχε κάνει κλικ σε αυτό το θλιμμένο κορίτσι και ήθελε να του δώσει την ευκαιρία να την γνωρίσει και να την κάνει να χαμογελάσει. Πίστευε πως το άξιζε…