Κοίταξε το ρολόι του για χιλιοστή φορά. Ο χρόνος του φαινόταν σαν να είχε κολλήσει. Άναψε νευρικά άλλο ένα τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά από τον δεύτερο καφέ που του είχε φέρει η γραμματέας του πριν από λίγο. Μπήκε για άλλη μια φορά στα μέιλ του αλλά τίποτα νεότερο δεν είχε σταλεί. Διάβασε ξανά το τελευταίο. Το είχε μάθει πια απέξω. «Κανόνισε μέχρι την Παρασκευή να έχεις φέρει τα λεφτά αλλιώς θα τα βγάλω όλα στη φόρα» έγραφε το μήνυμα. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω σαν να έψαχνε τον αποστολέα, όμως το μόνο που αντίκρισε ήταν οι τοίχοι του γραφείου του. Ρούφηξε σαν να ήθελε να εξαφανίσει μεμιάς το τσιγάρο και το έσβησε αγχωμένα στο τασάκι. Το τηλέφωνο χτύπησε και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.

«Δεν έχω ακόμα κάτι νεότερο αλλά πιστεύω ότι είμαι πολύ κοντά» ακούστηκε μια ανδρική φωνή από την άλλη μεριά.

«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο» του είπε αγχωμένος. 

 «Είναι θέμα ωρών» του απάντησε με σιγουριά.

«Και η υπομονή μου το ίδιο» μούγκρισε μέσα από τα δόντια του. «Κοντεύω να τρελαθώ. Έχω να κοιμηθώ δύο βράδια και προσπαθώ να σκεφτώ ποιος μαλάκας το έστησε όλο αυτό» συνέχισε με ακόμα μεγαλύτερο εκνευρισμό.

«Ηρέμησε. Έτσι δεν βοηθάς. Θα τον βρούμε».

«Μας έχει μείνει μόνο ένα 24ωρο. Πόσο ψύχραιμος μπορώ να είμαι όταν σε λίγες ώρες μπορεί να βγουν αυτές οι φωτογραφίες και να ψάχνω πλανήτη για να κρυφτώ;» του απάντησε.

«Οκ, αλλά από ότι φαίνεται πέρασες καλά!»

«Τώρα το ευχαριστιέσαι να μου το τρίβεις στη μούρη; Πού να το ήξερα ότι θα έμπλεκα έτσι. Όσο σκέφτομαι το ύφος της Μαίρης όταν δει τις φωτογραφίες θέλω να τον σκοτώσω όποιον αλήτη μου την έφερε έτσι!» είπε εκνευρισμένος και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι.

«Εντάξει, συγνώμη έχεις δίκιο. Απλά στην έφεραν σαν πρωτάρη».

«Λοιπόν διπλασιάζω το ποσό αν καταφέρεις και εντοπίσεις ποιος κρύβεται πίσω από όλα αυτά μέσα στις επόμενες 5 ώρες».

«Πολύ δελεαστική η προσφορά θα βάλω τα δυνατά μου. Σε αφήνω να συνεχίσω. Όταν έχω κάτι νεότερο θα σε ειδοποιήσω».

«Περιμένω» απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τις τελευταίες δύο μέρες είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Από εκεί που πίστευε πως τα είχε όλα υπό έλεγχο και πως δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα, ξαφνικά κινδύνευε να τα χάσει όλα! Είχε κοπιάσει πολύ για να αποκτήσει όλα αυτά που ονειρευόταν μια ζωή και δεν ήθελε με τίποτα να ξαναρχίσει από το μηδέν. 

Θυμάται τα χρόνια που ήταν φοιτητής και πόσο δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Που δούλευε γκαρσόνι σε ένα άθλιο ταβερνείο στην Πλάκα. Εκεί όμως είχε γνωρίσει τη γυναίκα του και μόνο για αυτό το λόγο έλεγε πόσο τυχερός είχε σταθεί τελικά. Τον ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Εκείνος πάλι όχι. Ήταν ωραία κοπέλα αλλά δεν ήταν από τους άνδρες που έπεφταν με τα μούτρα σε μια γυναίκα. Εκείνος διψούσε για χρήμα και εξουσία. Και εκείνη του τα είχε προσφέρει απλόχερα. Παντρεύτηκαν γρήγορα και ο γιος τους δεν άργησε να έρθει. Ο πεθερός του που τον συμπάθησε από την αρχή, τον έβαλε μέσα στις επιχειρήσεις του και γρήγορα πήρε τη θέση που του άξιζε. Διευθύνων σύμβουλος του ομίλου. Βέβαια δούλεψε σκληρά για να πετύχει όσα πέτυχε και αυτό ο πεθερός του είχε να το λέει πάντα με καμάρι. Έτσι πραγματοποίησε το όνειρό του. Χρήμα και εξουσία. Όμως ενώ την αγαπούσε τη γυναίκα του, η ερωτική του δίψα δεν χόρταινε με εκείνη. Ήταν γενικά πολύ προσεκτικός στα εξωσυζυγικά του παραστρατήματα, όμως να που την πάτησε τελικά και τώρα κινδύνευε να εκτεθεί όχι μόνο στα μάτια της αλλά και σε όλο το πανελλήνιο! Κάποιος τον απειλούσε να βγάλει στη φόρα φωτογραφίες από τη συνεύρεσή του με ένα one night stand, σε πολύ καυτές πόζες. Έστυβε το μυαλό του πώς είχε στηθεί όλο αυτό και πώς δεν πήρε χαμπάρι τίποτα. Μια φορά είχε αφεθεί να το απολαύσει και την πάτησε. Πήγε σε ένα ξενοδοχείο που του πρότεινε εκείνη και φυσικά του την είχαν στημένη. Την πάτησε σαν βλάκας. Αν το μάθαινε η γυναίκα του όλα θα τινάζονταν στον αέρα.

Το τηλέφωνο τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του.

«Πότε θα είναι τα λεφτά στο λογαριασμό μου;» ακούστηκε η γνώριμη φωνή με παιχνιδιάρικη διάθεση αυτή τη φορά.

«Πες ότι τον βρήκες τον καργιόλη!» τον ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Κάθεσαι; Γιατί αυτό που θα ακούσεις θα σε στείλει!».

«Λέγε ρε, γιατί θα τρελαθώ!»

«Τη δουλειά στην έκανε το δεξί σου χέρι!»

«Θα τον σκοτώσω! Το φίδι! Θα τον γδάρω ζωντανό!» ούρλιαξε και η φωνή του γέμισε το χώρο.

«Μην κάνεις τίποτα προτού έρθω εκεί. Είμαι ήδη στο δρόμο. Σε λίγα λεπτά θα είμαι εκεί».

Ξεφύσησε και είπε «Εντάξει σε περιμένω, αλλά μην αργήσεις γιατί δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα αντέξω».

Έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε την καρέκλα του κοιτάζοντας προς τα έξω. Μα γιατί του την είχε φέρει έτσι το καθίκι; Τον είχε πάρει πριν από πέντε χρόνια όταν είχε πρωτοβγεί από το πανεπιστήμιο. Του άρεσε γιατί ήταν δουλευταράς και φιλόδοξος και παρόλο που δεν είχε προϋπηρεσία το ένστικτό του τού έλεγε ότι άξιζε τον κόπο. Και όντως είχε αποδειχτεί χρήσιμος συνεργάτης. Όμως κι εκείνος ήταν εντάξει απέναντί του και του έδωσε γρήγορα προαγωγή, μπόνους και εταιρικό αυτοκίνητο. Γιατί του είχε φερθεί λοιπόν τόσο σκάρτα;

Η πόρτα άνοιξε απότομα, κάνοντάς τον να γυρίσει ξαφνιασμένος για να δει ποιος ήταν.

«Δεν άργησα;» του είπε κρατώντας ένα στικάκι στο χέρι.

«Δεν ξέρω τι να κάνω. Να τον δείρω πρώτα και μετά να μου τα ξεράσει όλα;»

«Ξεκόλλα, με τη βία δεν θα βγει τίποτα. Πρέπει να μάθουμε γιατί το έκανε αυτό. Πάμε στο γραφείο του».

Βγήκαν και οι δύο βιαστικά από το γραφείο, κοιτάζοντας διερευνητικά στο διάδρομο σαν να μην ήθελαν να τους δει κανείς. Άνοιξαν την πόρτα ενός άλλου γραφείου και μπήκαν μέσα.

«Μάνο; Ο κύριος; Τι ξαφνική επίσκεψη είναι αυτή;» ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

«Μα τι λες; Για ποιο πράγμα μιλάς;» έκανε εκείνος σαστισμένος, προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του.

«Γιατί ρε κωλόπαιδο πήγες να με μπλέξεις έτσι; Εγώ δεν σου φέρθηκα εντάξει τόσα χρόνια; Γιατί μου το ανταπέδωσες έτσι; Τα ξέρω όλα και ο κύριος από εδώ είναι της δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος. Θα μας πεις τώρα γιατί το έκανες; Ξέρεις ότι θα σε χώσω μέσα για τα καλά;» του είπε με μάτια που πετούσαν φωτιές.

«Εντάξει… Δεν έχει νόημα να ζητήσω συγνώμη. Ήταν πάνω στην απελπισία μου. Με κυνηγάνε γιατί χρωστάω λεφτά από τζόγο και δεν ήξερα πού να βρω όλο αυτό ποσό. Έτσι σκέφτηκα να σε εκβιάσω. Με βοήθησε ένας φίλος φωτογράφος και ένα μοντέλο φίλη του. Δεν σκόπευα να δείξω τις φωτογραφίες σε κανέναν. Ήθελα απλά τα λεφτά» είπε ντροπιασμένος.

«Και γιατί δεν ήρθες στα ίσια να μου πεις τι συνέβαινε; Ντρεπόσουν να μου το πεις αλλά δεν ντράπηκες να με εκβιάσεις; Τι να σου πω ρε; Σε εμπιστεύτηκα και εσύ μου το ξεπλήρωσες έτσι;».

«Κύριε Βασιλείου το ξέρετε ότι αντιμετωπίζετε κατηγορία για εκβιασμό και παραβίαση προσωπικών δεδομένων με φυλάκιση πέντε χρόνων;» του είπε αυστηρά ο άλλος άνδρας.

«Σας παρακαλώ είμαι σε απελπιστική κατάσταση… Πραγματικά δεν σκόπευα να κάνω τίποτα. Ήθελα μόνο τα λεφτά για να με αφήσουν ήσυχο. Θα τους πλήρωνα και θα σταματούσα κάθε είδους παρτίδες με αυτό. Έφαγα όλη την περιουσία που μου άφησαν οι δικοί μου και…» σωριάστηκε στην καρέκλα του και στήριξε το κεφάλι του στα δυο του χέρια.

«Λοιπόν θέλω τα αρνητικά από τις φωτογραφίες, θα σου δώσω τα λεφτά να ξεπληρώσεις τα κατακάθια και από αύριο ψάχνεις για δουλειά. Εμείς τελειώσαμε! Θα αποζημιωθείς για την απόλυση και να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου. Συνεννοηθήκαμε;» του είπε εκνευρισμένα και βγήκε από το δωμάτιο.

«Θα τα δώσετε σε μένα κύριε Βασιλείου όλα και να ξέρετε ότι από εδώ και στο εξής και για κάποιο διάστημα θα είστε υπό παρακολούθηση» του είπε ο δεύτερος άνδρας και βγήκε κι αυτός από το δωμάτιο.

Με το που μπήκαν στο γραφείο έβαλε τα γέλια.

«Ξέρω ότι δεν είναι αστείο, αλλά έπρεπε να δεις το ύφος του όταν του είπα ότι θα είναι υπό παρακολούθηση» είπε γελώντας.

«Αφού νόμιζε ότι είσαι της δίωξης μετά από όλα αυτά είναι δυνατόν να μην τα έκανε πάνω του. Τον μαλάκα! Τα τίναξε όλα στον αέρα με την αρρώστια του. Πάντως κι εγώ πιστεύω πως τελικά ήθελε μόνο τα λεφτά και δεν θα έκανε τίποτα με τις φωτογραφίες» είπε ανακουφισμένος.

Τη συζήτηση διέκοψε ο ήχος ειδοποίησης μηνύματος στον υπολογιστή. Πάτησε το νέο μήνυμα και σωριάστηκε στην καρέκλα. Το πρόσωπό του άσπρισε. Πλησίασε και ο άλλος στέκοντας από πάνω του.

«Δεν το πιστεύω…» ψέλλισε.

 Η γυναίκα του τού είχε στείλει ένα email με το οποίο του ανακοίνωνε πως το διαζύγιο είχε μπει μπροστά και πως είχε ένα μήνα διορία να φύγει από το σπίτι και να ενημερώσει τα παιδιά για το γεγονός και τον πεθερό του πως θα έφευγε από την εταιρία. Η ίδια θα έλειπε όλο αυτό το διάστημα με τον μέλλοντα σύζυγό της σε μια κρουαζιέρα. Με τον μέλλοντα σύζυγό της… τον Πέτρο Βασιλείου που μαζί είχαν στήσει όλο αυτό το σκηνικό. Γιατί είχε πια βαρεθεί να είναι το σκουπίδι μέσα σε αυτή τη σχέση και είχε έρθει ο καιρός να ζήσει όπως της άξιζε.

«Την πάτησα τελικά» σκέφτηκε «πάμε πάλι από την αρχή…».