Σίγουρα το να μεγαλώνεις παιδιά δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Το αντίθετο μάλιστα, γιατί αισθάνεσαι υπεύθυνος για έναν άλλο άνθρωπο που έφερες στη ζωή και οφείλεις να σταθείς δίπλα του και να του δώσεις τα εφόδια για να σταθείς μόνος στα πόδια του ως ενήλικας. Επίσης δεν υπάρχουν σχολές γονέων που να σου διδάσκουν τα λάθη που πρέπει να αποφεύγεις, όπως και να σου λένε τα καλά που θα σε βοηθήσουν να τα βγάλεις πέρα.

Όταν λοιπόν δύο άνθρωποι, ένα ζευγάρι δηλαδή που γίνονται γονείς, καλούνται από κοινού να φροντίσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους τότε συμβαίνουν καθημερινά πολλά και διάφορα. Άλλοτε κωμικά, άλλοτε τραγικά και άλλοτε έναν συνδυασμό. Κανείς δεν γνωρίζει τι πρέπει να πει, πότε και με ποιον τρόπο. Καθένας μας κουβαλάει ως κληρονομιά τα δικά του παιδικά βιώματα. Ακόμα και όσοι προσπαθούν μέσα από ειδικά βιβλία ή ακόμα συμμετέχοντας σε διάφορα σεμινάρια ή διαλέξεις περί παιδιών, να λειτουργήσουν όσο πιο σωστά γίνεται, λειτουργούν απέναντι στα παιδιά τους με βάση τα όσα και οι ίδιοι έχουν ζήσει.

Όλα ωραία και καλά μέχρι εδώ. Τι γίνεται όμως όταν τα πιστεύω του ενός γονιού έρχονται σε σύγκρουση, άντε να το πω πιο ήπια σε αντιπαράθεση, με τα πιστεύω του άλλου; Όταν εγώ πιστεύω ότι δεν πρέπει να δώσεις γλυκό στο παιδί μετά το φαγητό, ενώ εσύ το συνηθίζεις με το που τρως την τελευταία μπουκιά να ψάχνεις για σοκολάτα στο ντουλάπι. Και όταν αυτή η διαφωνία γίνεται μπροστά στο παιδί με εκφράσεις του τύπου: «Έλα μωρέ πώς κάνεις έτσι; Τραβιέται ένα γλυκάκι μετά το φαγητό. Κι εγώ δεν έπαθα τίποτα που οι γονείς μου με άφηναν να τρώω». Τότε δύο είναι τα τινά:

Ή ξεσπάει καβγάς ανάμεσα στο ζευγάρι μπροστά στα παιδιά

ή ο θιγμένος γονιός το αφήνει ασχολίαστο και το… ματς λαμβάνει χώρα σε άλλη χρονική στιγμή τετ-α-τετ.

Αν συμβεί το δεύτερο τότε όλα καλά. Αν όμως συμβαίνει κατ’ εξακολούθηση το πρώτο, τότε εκτός από το να δημιουργείται ένταση που τραυματίζει τα παιδιά, συμβαίνει και κάτι άλλο εξίσου σοβαρό. Ένα παιδί επειδή ανάλογα με την ηλικία που βρίσκεται έχει την αντίστοιχη ωριμότητα και κατανόηση των πραγμάτων που συμβαίνουν, δεν μπορεί να αξιολογεί σωστά και έτσι χρησιμοποιεί πότε τον έναν και πότε τον άλλον γονιό για να περάσει αυτά που θέλει. Και καταλήγει να χρησιμοποιεί ως δικαιολογία την ωραία φράση «Μα η μαμά με αφήνει» ή «Ο μπαμπάς μου είπε ότι μπορώ να το κάνω».

Καλό είναι λοιπόν κάθε φορά που υπάρχει μια διαφωνία σε ένα ζευγάρι ως προς το μεγάλωμα και τις συνήθειες των παιδιών του, οι οποιεσδήποτε συζητήσεις να γίνονται κατ’ ιδίαν και φυσικά να αποφασίζεται μια κοινή γραμμή. Έτσι όλα θα κυλούν φυσιολογικά και χωρίς εντάσεις που θα δημιουργούν μπέρδεμα στα παιδιά και χάσμα στο ζευγάρι.