Το κρύο περόνιαζε το κορμί του. Περπατούσε γρήγορα, κρατώντας το σακάκι του όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Κόντευε να νυχτώσει και τα περισσότερα μαγαζιά είχαν κλείσει. Οι βιτρίνες γιορτινές και φορτωμένες ωραία πράγματα. Παρότι αυτή η γιορτή δεν συγκρινόταν με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα που σε προδιέθετε να νιώσεις πιο χαρούμενος, εντούτοις μια ευλάβεια και μια ταπεινότητα σε πλημμύριζε. Κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα ερχόταν το τρένο και ήθελε να προλάβει να το πάρει για να φτάσει στην ώρα του. Το βλέμμα του έπεσε σε έναν άνδρα που καθόταν κουλουριασμένος στο πεζοδρόμιο, με τα παλιά του ρούχα. Είχε μια κουβέρτα πλάι του αλλά δεν ήταν σκεπασμένος. Στάθηκε εκεί λίγο πιο πέρα και έμεινε να τον κοιτάζει, μην ξέροντας αν ήταν ζωντανός ή όχι. Μετά από δυο-τρία λεπτά τον είδε που ανασηκώθηκε και έψαξε να βρει την κουβέρτα για να σκεπαστεί. Η καρδιά του σφίχτηκε. Συνέχισε να περπατάει. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη και κάλεσε. Μίλησε για λίγο και το ξανάβαλε στην θέση του. Μπήκε σε ένα ξενοδοχείο εκεί λίγο πιο κάτω. Μετά από λίγα λεπτά βγήκε και πάλι έξω. Έβγαλε από τον χαρτοφύλακα κάτι που έμοιαζε με σημειωματάριο και άρχισε να γράφει κάτι. Μετά κατευθύνθηκε προς το μέρος που τον είχε δει. Βρισκόταν εκεί ακίνητος και τυλιγμένος με τη φθαρμένη κουβέρτα. Κοντοστάθηκε για λίγο. Ένιωθε αμήχανα. Τον πλησίασε και έσκυψε από πάνω του.

«Κύριε…» είπε σιγανά.

Το ανθρώπινο κουβάρι κουνήθηκε. Ένα κεφάλι ξεπρόβαλλε. Ήταν ένας νέος άνδρας όχι πάνω από 30. Φαινόταν ευγενική φυσιογνωμία. Το βλέμμα του καθαρό παρότι κουρασμένο.

«Σε μένα μιλήσατε;» τον ρώτησε.

«Ναι… Συγνώμη που σας ενοχλώ. Ξέρετε εγώ… να δεν ξέρω αλλά έχει κρύο απόψε και ήθελα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Υπάρχει ένα ξενοδοχείο λίγο πιο κάτω. Μπορείτε να πάτε να περάσετε εκεί απόψε το βράδυ. Δεν ξέρω αν θέλετε δηλαδή. Πάντως είναι πληρωμένο. Και αυτό είναι για εσάς» συνέχισε δειλά και του έτεινε το χέρι, κρατώντας ένα χαρτί. «Δεν είναι κάτι. Για λίγες μέρες… ξέρω τι σημαίνει… τέλος πάντων… Καλό Πάσχα και καλό κουράγιο…» είπε και σηκώθηκε, αρχίζοντας να περπατά και πάλι βιαστικά.

Ο νεαρός άνδρας δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Άνοιξε το διπλωμένο χαρτί. Ήταν μια επιταγή με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Γούρλωσε τα μάτια του και έκρυψε το χαρτί μέσα στα ρούχα του. Σηκώθηκε βιαστικά μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του και έφυγε από εκείνο το σημείο. Έφτασε έξω από το ξενοδοχείο. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε διστακτικός στην είσοδο και μετά μπήκε μέσα.

Είχαν περάσει δυο μήνες από εκείνο το απόγευμα όταν ο άνδρας κατηφόριζε και πάλι τον ίδιο δρόμο. Πέρασε από το ίδιο σημείο που είχε συναντήσει εκείνον το νεαρό. Το σημείο ήταν άδειο. Σαν αστραπή πέρασαν όλες εκείνες οι εικόνες που είχε ζήσει εκείνη τη μέρα. Συνέχισε να περπατάει. Λίγο πιο κάτω σταμάτησε να πάρει έναν καφέ στο χέρι.

«Καλημέρα σας τι θα θέλατε;» άκουσε μια ανδρική φωνή να τον ρωτάει και γύρισε να τον κοιτάξει για να δώσει την παραγγελία. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε να τον κοιτάζει διερευνητικά και μετά ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Ήταν εκείνος. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και οι δύο άνδρες έχοντας ένα κοινό μυστικό, χαιρέτησαν ο ένας τον άλλον με το βλέμμα.

«Ο καφές είναι κερασμένος από το κατάστημα κύριε» του είπε ευγενικά. Ο άνδρας τον πήρε ευχαριστώντας τον και έφυγε με την καρδιά του ανάλαφρη. Όλοι άξιζαν μια δεύτερη ευκαιρία…