Ήταν απορροφημένη μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και ο ήχος του κινητού την έκανε να πεταχτεί. Το έπιασε στα χέρια της με ένα ενοχλημένο ύφος γιατί ήταν σίγουρη πως πάλι θα της είχαν στείλει κανένα διαφημιστικό μήνυμα. Ο παραλήπτης ήταν άγνωστος φυσικά. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Διάβασε ξανά και ξανά το μήνυμα: «Θα ήθελα πολύ να σε δω απόψε. Θα σε περιμένω στη Μέλισσα στις 10. Ελπίζω να έρθεις».

Ήξερε ότι το είχαν στείλει λάθος, αλλά ξαφνικά ο κόσμος όλος είχε αλλάξει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα! Όχι δεν συνήθιζε να λαμβάνει τέτοιου είδους μηνύματα, ούτε καν να μπαίνει στη διαδικασία να σκέφτεται να τολμήσει κάτι τέτοιο. Το τελευταίο διάστημα ειδικά μετά το χωρισμό της από τον Μάνο που είχαν περάσει δυο όμορφα χρόνια μαζί, είχε κλειστεί στον εαυτό της. Δεν ανταποκρινόταν στα καλέσματα των φιλενάδων της να βγουν έξω. Ήθελε να ζήσει το «πένθος» της σχέσης αυτής. Δεν ήταν επιλογή της να χωρίσουν, όμως το τελευταίο διάστημα πριν συμβεί, έβλεπε τα σημάδια. Εκείνος είχε αλλάξει συμπεριφορά. Είχε γίνει πιο απόμακρος, μάλωναν συχνά. Και έτσι κάποια στιγμή αποφάσισαν από κοινού να χωρίσουν. Δεν έμαθε ποτέ το λόγο αυτής του της αλλαγής, αλλά μάλλον δεν ήθελε κιόλας να ξέρει.

Τώρα όμως με αυτό το μήνυμα νόμιζε πως το σύμπαν της έστελνε ένα μήνυμα που δεν έπρεπε να αγνοήσει. Ήταν τρελό και άδικο από την άλλη σκεφτόταν. Το μήνυμα αυτό προοριζόταν για μιαν άλλη και εκείνη θα εκμεταλλευόταν αυτό το λάθος. Κι όμως ήθελε τόσο να το τολμήσει. Κάτι την έσπρωχνε να το κάνει. Έψαξε να βρει πού βρισκόταν το μαγαζί. Η ώρα ήταν 5 και είχε σχεδόν τελειώσει τη δουλειά. Το υπόλοιπο θα το έκανε αύριο. Θα ερχόταν νωρίτερα προτού έρθει το αφεντικό να το ζητήσει. Τώρα δεν τη χωρούσε ο τόπος. Ήθελε να πάει σπίτι της να ετοιμαστεί και να πάει σε αυτό το απρόσμενο ραντεβού που όμως δεν προοριζόταν για εκείνη.

Μέχρι να φτάσει στο μαγαζί το μυαλό της κόντευε να εκραγεί από τις σκέψεις. Από τη μια σκεφτόταν πώς θα αντιδρούσε ο αποστολέας του μηνύματος όταν έβλεπε πως μια άγνωστη πήγε να τον συναντήσει. Από την άλλη δεν ήξερε τίποτα για εκείνον, αλήθεια πώς θα τον αναγνώριζε; Ωχ! Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Τι βλακεία είχε κάνει. Τι θα έκανε θα έπιανε έναν έναν όλους τους άνδρες που ήταν μόνοι τους και θα τους ρωτούσε αν είχαν ραντεβού στις 10; Από την άλλη δεν ήθελε με τίποτα να το χάσει. Κι αν όμως εκείνος δεν της άρεσε; Θα ήταν κρίμα να είχε πάρει τη θέση μιας άλλης και στο τέλος τον έστηνε χωρίς να εμφανιστεί καμιά τους. Πφφφ!!! Τι μπλέξιμο ήταν αυτό τελικά. Ήταν λάθος της αυτό που είχε κάνει, αλλά τώρα πια είχε φτάσει στο παρά πέντε. Δεν έπρεπε να κάνει πίσω. Θα πήγαινε σαν τη χαζή και θα γινόταν ρεζίλι. Μα τι στο καλό σκεφτόταν όταν ήθελε να το τολμήσει;

Η ώρα είχε φτάσει δέκα και εκείνη την στιγμή έμπαινε στο μαγαζί. Κοίταξε διστακτικά τριγύρω της. Ένιωθε τόσο άβολα. Ήθελε να πάει σε μια γωνιά και να παρατηρεί με αγωνία τους πελάτες και ποιος θα έμπαινε μόνος του στο μαγαζί. Κάθισε στην  άκρη του μπαρ. Ο μπάρμαν την πλησίασε και εκείνη του παρήγγειλε ένα ποτήρι κρασί. Το βλέμμα της δούλευε σαν ραντάρ. Σκάναρε όλους τους άνδρες, που δεν ήταν βέβαια και πολλοί. Ευτυχώς το μαγαζί ήταν μικρό. Κανείς από αυτούς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την περιμένει, δηλαδή όχι εκείνη την παραλήπτρια. Αυτοί οι δυο τρεις που ήταν μόνοι μετά από λίγο βρήκαν την παρέα τους και ένας από αυτούς δεν έδειχνε να περιμένει κάποιον, αφού έπινε χωρίς να κοιτάζει τριγύρω, βυθισμένος στις σκέψεις του.

Όλος αυτός ο ενθουσιασμός που είχε νιώσει το απόγευμα, τώρα άρχισε να ξεφουσκώνει και τη θέση του να παίρνει η απογοήτευση. Είχε κάνει λάθος τελικά. Δεν έπρεπε να έρθει και το χειρότερο ήταν πως δεν ειδοποίησε εκείνον τον κακομοίρη πως είχε στείλει λάθος το μήνυμα. Έκανε να πάρει την τσάντα της και να σηκωθεί από το σκαμπό, όταν άκουσε μια φωνή που την έκανε να πεταχτεί.

«Συγνώμη που άργησα» της είπε.

Εκείνη γύρισε το βλέμμα της έκπληκτη και αντίκρισε έναν πολύ γοητευτικό άνδρα να την κοιτάζει με θαυμασμό.

«Τελικά είσαι πολύ πιο όμορφη από κοντά» της είπε χαμογελώντας.

«Μα… δεν καταλαβαίνω» ψέλλισε εκείνη σαστισμένη. «Μάλλον έχει γίνει κάποιο λάθος» συνέχισε.

«Με λένε Ανδρέα» της είπε και της έδωσε το χέρι του. Εκείνη του ανταπέδωσε.

«Κοίτα, εγώ… δεν είμαι αυτή που…» πήγε να πει αλλά εκείνος τη διέκοψε.

«Είσαι ακριβώς αυτή που ήθελα να συναντήσω απόψε» της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί.

Ο μπάρμαν διέκοψε προς στιγμήν τη συζήτηση για να πάρει παραγγελία.

Μιλούσαν όλο το βράδυ και περνούσαν υπέροχα. Της εξήγησε πως την είχε δει μέσα από μια φωτογραφία που είχε ανεβάσει μια φίλη της και είχε ζητήσει να την γνωρίσει. Η φίλη της τον είχε προειδοποιήσει ότι δεν θα ήταν εύκολο κάτι τέτοιο γιατί είχε χωρίσει και γενικά δεν έβγαινε καθόλου μαζί της. Εκείνος τότε σκέφτηκε αυτό τον τρόπο και ζήτησε το τηλέφωνο από τη φίλη. Εκείνη του είπε να μην της αναφέρει πως του το είχε δώσει εκείνη γιατί θα την κατσάδιαζε που το είχε κάνει. Την καθησύχασε πως είχε ένα καλό σχέδιο που δεν θα πρόδιδε κανένα. Έτσι σκέφτηκε να στείλει εκείνο το μήνυμα με την ελπίδα να κέντριζε το ενδιαφέρον της και να την έκανε να πάει να τον συναντήσει. Και για καλή του τύχη όπως της είπε τελικά, εκείνη είχε ανταποκριθεί.

Ένιωσε όμορφα μαζί του από την πρώτη στιγμή και ακόμα πιο όμορφα που είχε τολμήσει τελικά να κάνει κάτι τόσο έξω από τα νερά της. Το ένστικτό της για άλλη μια φορά την είχε οδηγήσει σωστά. Την επόμενη μέρα θα έπαιρνε τηλέφωνο τη φίλη της να της πει πόσο ωραία είχε περάσει εξαιτίας της. Δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτή η παράξενη γνωριμία, αλλά για πρώτη φορά ήθελε να ζήσει κάτι παράτολμο και διαφορετικό!