Είχαν δώσει ραντεβού στο παλιά καφετέρια που λειτουργούσε ακόμα παρόλο που είχαν περάσει 12 χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί όλοι μαζί για να γιορτάσουν την αποφοίτηση από το σχολείο. Παρήγγειλε καφέ, άναψε τσιγάρο και άρχισε να αναπολεί στιγμές από τις συναντήσεις που έδιναν μετά το φροντιστήριο ή όταν έκαναν καμιά κοπάνα.

«Φιλαράκι;» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή που τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Σήκωσε το βλέμμα του και τον αντίκρισε. Δεν είχε αλλάξει καθόλου! Θα τον αναγνώριζε άνετα αν τον πετύχαινε τυχαία στο δρόμο. Πετάχτηκε με χαρά και τον πήρε αγκαλιά.

«Ρε συ, δεν άλλαξες καθόλου. Πού είσαι ρε; Χαθήκαμε γαμώτο, κρίμα. Αλλάξαμε γειτονιές και χαθήκαμε».

«Εγώ μεγάλε εδώ μένω ακόμα, στο πατρικό μου. Μόνο που ζω με τη γυναίκα μου πλέον».

«Έλα ρε στη Δημοσθένους ε; Πωπω! Τι φάσεις περάσαμε στο σπίτι σου ρε συ. Τι ξενύχτια είχαμε ρίξει μέχρι το πρωί ακούγοντας heavy metal. Άγρια νιάτα χαχα!»

«Άμα θες μπορούμε να οργανώσουμε μια τέτοια βραδιά» του είπε πρόσχαρα ο φίλος.

«Άντε κάτσε να τα πούμε γιατί μάλλον έχουμε και πολλά» του είπε με ανυπομονησία.

Είχαν όντως μεσολαβήσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια που είχαν να ειδωθούν. Είχαν «συναντηθεί» τυχαία μέσω μιας γνωστής σελίδας κοινωνικής δικτύωσης και μετά από ένα εξάμηνο κανόνισαν τελικά να βρεθούν εκείνη την ημέρα. Σπούδασαν και οι δύο και είχαν καταφέρει να βρουν καλές δουλειές. Ο ένα βέβαια είχε παντρευτεί κιόλας και μάλιστα πριν από ένα χρόνο. Τι κρίμα ειπώθηκε που δεν είχαν βρει ο ένας τον άλλον νωρίτερα να πάει στο γάμο. «Και ποια είναι η τυχερή» τον ρώτησε και η απάντηση που πήρε τον έκανε να τα χάσει. Ο φίλος του είχε παντρευτεί μια συμμαθήτριά από την τάξη τους. Η αλήθεια είναι πως  δεν ήταν ζευγάρι από τότε. Την είχε ξανασυναντήσει πριν από 3 χρόνια σε ένα reunion και από τότε έγιναν ζευγάρι. Μα κι εκείνος είχε χαθεί και δεν ήξερε κανείς κάτι για αυτόν για να τον ειδοποιούσαν να πήγαινε σε εκείνη τη συνάντηση. Τον κάλεσε σπίτι του να κάνουν ένα μίνι reunion. Η γυναίκα του είχε χαρεί πολύ όταν άκουσε ότι θα συναντιόντουσαν. Ευκαιρία να την έβλεπε ξανά. Πέρασαν τρεις ώρες συζητώντας ασταμάτητα και όταν ήρθε η στιγμή να φύγουν έδωσε ο ένας στον άλλο υπόσχεση ότι η επόμενη συνάντηση θα γινόταν στο σπίτι του άλλου.

Επιστρέφοντας προς το σπίτι, ξανάφερε στο μυαλό του όλες εκείνες τις σκηνές που είχε ζήσει μαζί της χωρίς όμως εκείνη να γνωρίζει πως ήταν ερωτευμένος μαζί της. Θυμήθηκε πώς ένιωθε όταν βρισκόταν κοντά της. Αμηχανία και χαρά. Όμως ποτέ δεν είχε αφήσει να φανεί κάτι. Δεν ήξερε αν εκείνη ένιωθε το ίδιο γι’ αυτόν. Δεν καταλάβαινε αν της άρεσε ή όχι. Έτσι είχε μείνει για πάντα ένας ανομολόγητος εφηβικός έρωτας. Και τώρα εκείνη ήταν παντρεμένη με τον τότε κολλητό του. Πώς τα φέρνει η ζωή κάποιες φορές.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη του ασανσέρ. Ένιωθε τρομερό άγχος, λες και ήταν κανένα παιδάκι. Τα χέρια του είχαν ιδρώσει και κρατούσε σφιχτά την τσάντα του ζαχαροπλαστείου για τα μην του πέσει από τα χέρια. Πήρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλασε με όσο άνετο ύφος μπορούσε και βγήκε από το ασανσέρ. Δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που θα αντίκριζε.

Στην πόρτα τον περίμενε εκείνη με ένα υπέροχο χαμόγελο και πιο όμορφη από ποτέ.

«Μάνο;» τον ρώτησε με έκπληξη. «Δεν έχεις αλλάξει καθόλου» συνέχισε και του έδως το χέρι της, ενώ ταυτόχρονα έσκυψε να τον φιλήσει απαλά στο μάγουλο.

Εκείνος ανταπόδωσε τη χειραψία και το φιλί και χαμογέλασε. «Εσύ πάλι άλλαξες προς το καλύτερο Μαρία. Είσαι υπέροχη» της είπε γλυκά.

«Έλα πέρασε ο Πέτρος μόλις βγήκε από το μπάνιο. Πφφ… και μετά λένε για τις γυναίκες ότι αργούν να ετοιμαστούν. Ε, λοιπόν ο άντρας μου διεκδικεί επάξια μια θέση στους πιο αργοπορημένους άνδρες» είπε χαριτολογώντας.

“Αργοπορημένος, αργοπορημένος αλλά τελικά κατάφερε να σε παντρευτεί εκείνος πρώτος” σκέφτηκε και χαμογέλασε χαζά.

Η βραδιά κύλησε όμορφα. Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της αλλά είχε πάντα το νου του να μην καρφωθεί στο φίλο του, που έδειχνε να μην είχε καταλάβει, ευτυχώς, τίποτα. Για τη Μαρία πάλι δεν ήταν βέβαιος. Έδειχνε σαν να ανταποκρινόταν στα έντονα και επίμονα βλέμματά του, πάντα με διακριτικό όμως τρόπο. Όταν η βραδιά έφτασε στο τέλος της τους αποχαιρέτησε και έφυγε με μια κρυφή ελπίδα. Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Την είχε ερωτευθεί ξανά. Ουφ! τι μπλέξιμο ήταν αυτό. Και τώρα τι θα μπορούσε να γίνει;

Όλο το βράδυ ξαγρύπνησε στριφογυρνώντας στο κρεβάτι του. Την σκεφτόταν καθώς και πολλά άλλα πράγματα μέχρι που κάποια στιγμή εξαντλημένος από κούραση αποκοιμήθηκε…

Τη επόμενη μέρα πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν να τον είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Έφτιαξε γρήγορα καφέ με τον οποίο κατακάηκε και σιχτίριζε με την ανυπομονησία του. Άνοιξε το laptop και έψαξε να τη βρει. Ακόμα και η φωτογραφία του προφίλ της ήταν υπέροχη. Μα το Θεό, δεν αναγνώριζε τον εαυτό του που έκανε σαν σχολιαρόπαιδο. Μα τι είχε πάθει; «Έρωτα ρε βλάκα, έρωτα» μονολογούσε. «Και το ότι είναι παντρεμένη;» αναρωτιόταν. Αν ήξερε ο φίλος του τι ένιωθε για τη γυναίκα του θα τον είχε κάνει τόπι στο ξύλο. Μωρέ λες να μην τα πήγαιναν τελικά καλά; Μπα μια χαρά του φαινόταν χθες το βράδυ. Το πήρε απόφαση. Θα της έστελνε ένα μήνυμα και θα της ζητούσε να συναντηθούν οι δυο τους, χωρίς να το ξέρει όμως ο άντρας της γιατί είχε κάτι σημαντικό να της πει.

Το έγραψε και το έστειλε. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά λες και ήταν έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος του. Κάθε πέντε λεπτά έμπαινε να τσεκάρει μήπως είχε κάποια απάντηση. Ώσπου μετά από μια ώρα έλαβε μήνυμά της.

Το άνοιξε με λαχτάρα και άρχισε να διαβάζει. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Μια απογοήτευση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Η απάντησή της ήταν πως είχε καταλάβει από χθες το βράδυ από τον τρόπο που την κοίταζε όπως τότε στο σχολείο, που δεν είχε βρει το θάρρος να της μιλήσει. Τότε που και εκείνης της άρεσε, αλλά δεν θα τολμούσε ποτέ να κάνει το πρώτο βήμα. Τώρα πια όμως δεν είχε νόημα να σταθούν σε άσκοπα βλέμματα. Εκείνη αγαπούσε τον άνδρα της και δεν ήθελε να τον συναντήσει γιατί θα ήταν σαν τον είχε ήδη απατήσει. Και στο κάτω κάτω υπήρχε μια σημαντική λεπτομέρεια που κανείς δεν γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν… έγκυος! Τον αποχαιρετούσε ευγενικά, λέγοντάς του πως δεν υπήρχε λόγος να ξαναβρεθούν όλοι μαζί, γιατί θα αισθανόταν άβολα και θα έβρισκε μια δικαιολογία στον άνδρα της για να αποφύγει μια συνάντηση. Του ευχόταν καλή τύχη και να έβρισκε την ευτυχία σύντομα όπως την βρήκε και εκείνη.

“Κάποια πράγματα τελικά αν δεν συμβούν τη δεδομένη στιγμή, δεν είναι γραφτό να γίνουν” σκέφτηκε και έκλεισε το laptop. Κόντευε να βραδιάσει. Έστειλε μήνυμα στον καινούριο του φίλο που συνήθιζαν να κάνουν παρέα το τελευταίο διάστημα. Ένα ποτό και μια αντροπαρέα ήταν το καλύτερο γιατρικό….