Είχαν περάσει δύο χρόνια που είχε να τον δει και της είχε κακοφανεί. Ήταν φίλοι από το σχολείο και είχαν περάσει όλες τις τρελές φάσεις μαζί. Γκομενικά, αγωνίες για τις εξετάσεις, φάσεις με τους γονείς. Όλα μαζί. Και τώρα δεν είχε το φιλαράκι της να τον παίρνει τηλέφωνο όποτε θέλει και να τον βλέπει όσο συχνά θέλει. Εντάξει εννοείται πως με την πρώτη ευκαιρία τα έλεγαν μέσω βιντεοκλήσης και τα μηνύματα αβέρτα, αλλά άλλο το κοντά κι άλλο το 4 ώρες μακριά με το αεροπλάνο. Είχε βλέπεις πάει για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο κι εκείνη δεν είχε δυνατότητα να πάει, γιατί δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά και οι δικοί της λόγω της ρημάδας της κρίσης είχαν βρεθεί σε πολύ άσχημη κατάσταση. Εκείνος πάλι δεν είχε έρθει γιατί τα μαθήματα ήταν πολύ απαιτητικά και οι εξεταστικές ήθελαν καλή προετοιμασία, βέβαια της είχε πει ότι είχε και κάποια γνωριμία και περνούσε καλά αλλά δεν της είχε πει όλες τις λεπτομέρειες. Το ίδιο βέβαια είχε κάνει κι εκείνη για έναν τύπο που είχε γνωρίσει στη νέα της δουλειά.

Σήμερα όμως ήταν η μέρα τους! Επιτέλους, μετά από δύο χρόνια θα τον έβλεπε και θα τον αγκάλιαζε, θα τον έσπρωχνε όπως συνήθιζε να κάνει όταν την πείραζε κι εκείνος θα της ανακάτευε τα μαλλιά και θα λέγανε τα νέα τους και θα θυμόντουσαν τα παλιά. Είχαν δώσει ραντεβού στο στέκι τους, ένα μπαράκι στην Κολοκοτρώνη. Θα ξεκινούσαν από εκεί και όπου του έβγαζε μετά. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη πριν φύγει από το σπίτι και χαμογέλασε ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα. Ήταν όμορφη και περιποιημένη. Ήλπιζε κι εκείνος να είχε βάλει τίποτα της προκοπής και μην είχε ακόμα εκείνα τα άθλια σταράκια!

Τον είδε καθώς πλησίαζε προς το μαγαζί και ξαφνικά για πρώτη φορά ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα. Την τάραξε. Δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Προσπάθησε να το πνίξει, να το ξεχάσει.

«Μου έλειψες ρε κοριτσάκι» της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

«Κι εμένα» είπε εκείνη και αφέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα στην αγκαλιά του που μοσχομύριζε ένα υπέροχο άρωμα.

«Μπα μπα τι βλέπω ο αέρας του Λονδίνου σου έκανε καλό στο στιλ» του είπε πειράζοντάς τον.

«Μπι μάι γκεστ, μάι λέιντι» της είπε εκείνος με δήθεν επίσημο ύφος καθώς της άνοιγε την πόρτα για να μπουν στο μαγαζί.

Βρήκαν μια ωραία θέση κοντά στη τζαμαρία και παρήγγειλαν δύο μπίρες.

Πέρασαν δύο ώρες χωρίς να καταλάβουν πώς. Είχαν άλλωστε τόσα πολλά να πουν. Ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα που είχαν να βρεθούν. Γέλασαν με την ψυχή τους. Κάποια στιγμή της είπε ότι επειδή είχε να ξυπνήσει νωρίς αύριο γιατί είχε κάτι δουλειές με τον πατέρα του να έφευγαν καλύτερα. Αλλά της υποσχέθηκε πως και αύριο θα την έβλεπε οπωσδήποτε.

Βγαίνοντας από το μαγαζί και επειδή κανείς δεν είχε αυτοκίνητο και πλέον δεν έμεναν στην ίδια περιοχή όπως στο σχολείο, έπρεπε ο καθένας να φύγει ξεχωριστά.Την πήρε αγκαλιά να την αποχαιρετίσει και μετά έκανε να τη φιλήσει στο μάγουλο όπως συνήθιζαν πάντα όμως τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της και αντάλλαξαν ένα παθιασμένο φιλί. Έπειτα σαν να αισθάνθηκαν πως έκαναν κάτι λάθος, τραβήχτηκαν και ένιωσαν αμήχανα. Καληνύχτισαν βιαστικά ο ένας τον άλλον και έφυγαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

Τελικά εκείνο που είχε νιώσει την ώρα που πήγαινε να τον συναντήσει, είχε βγει αληθινό. Άρχισε να τον ερωτεύεται… Σκατά! Τον κολλητό της ρε γαμώτο; Και τώρα πώς θα συνέχιζαν να κάνουν παρέα μετά από αυτό το φιλι… αχ, τι φιλί ήταν αυτό! Την έστειλε στο διάστημα! Νόμιζε πως ήταν ελαφριά σαν πούπουλο! Όμως τώρα τι θα γινόταν;

Την επόμενη μέρα, βρήκε ένα μήνυμα από εκείνον στο κινητό της. Της έγραφε πως ήθελε να βρεθούν για καφέ. Οι ώρες μέχρι να βρεθούν τις φάνηκαν ατελείωτες. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου στο τηλέφωνο το απέφευγαν και οι δύο. Τι να ήθελε να της πει; Μήπως ότι θέλει να είναι μαζί; Ουφ! κι αυτή το ήθελε όμως; Θα έχανε τον κολλητό της και τίποτα δεν θα ήταν όπως πριν. Κι αν δεν τραβούσε αυτή η ιστορία; Αχ, μα πώς τα έμπλεξαν όλα σε μια στιγμή;

Την περίμενε ήδη στο καφέ. Σηκώθηκε και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο. Η αμηχανία αιωρούνταν στον αέρα σαν δεκάδες μπαλόνια πάνω από το κεφάλι τους. Άρχισε να της μιλάει πρώτος. Της είπε πως είχε μια σχέση εδώ και έναν χρόνο στο Λονδίνο και πως τα πράγματα πήγαιναν σοβαρά. Η κοπέλα ήταν ντόπια και εκείνος είχε βρει μια πολύ καλή δουλειά για να μείνουν εκεί. Εκείνη έδειξε πως καταλάβαινε πως δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει κάτι μεταξύ τους. Του ευχήθηκε να βρει αυτό που πραγματικά θέλει μόνο που θα της έλειπε αυτή η φιλία τους. Εκείνος την παρακάλεσε να πάει να τους δει όταν θα έβρισκε ευκαιρία τώρα που είχε πιάσει και δουλειά, μπορούσε να το κάνει. Εκείνη του υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Μίλησαν για λίγο ακόμα περί ανέμων και υδάτων και ύστερα χαιρετήθηκαν και έφυγαν.

Πέρασαν τρεις μήνες από τότε. Μίλαγαν σχεδόν κάθε μέρα με μηνύματα κανά δυο φορές είχαν κάνει βιντεοκλήση. Δεν της έλεγε λεπτομέρειες για το πώς περνάει ούτε όμως εκείνη τον ρωτούσε. Σαν να μην ήθελε να ξέρει και πολλά. Την πίεζε να πάει και εκείνη όλο και έβρισκε κάποια δικαιολογία για να το αποφύγει.

Ένα πρωινό Σαββάτου, βρήκε ένα μήνυμα στο κινητό της από εκείνον που της έλεγε να τον συναντήσει στην πλατεία που βρισκόντουσαν παλιά όταν πήγαιναν σχολείο. Εκείνη τα έχασε προς στιγμήν και διάβαζε ξανά και ξανά το μήνυμα για να καταλάβει τι της είχε γράψει. Μα δεν ήταν δυνατόν, αφού χθες που είχαν μιλήσει ήταν εκεί στο Λονδίνο, στο γραφείο. Πώς; Ετοιμάστηκε γρήγορα και έφυγε τρέχοντας. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Είχε ένα αχνό χαμόγελο. Δεν ήξερε βασικά αν έπρεπε να χαρεί ή όχι.

Τον είδε να την περιμένει. Της φάνηκε κουρασμένος, δεν ήξερε γιατί απλά αυτή την αίσθηση της έδινε. Τον πλησίασε.

«Γεια» του είπε διστακτικά. «Με ξάφνιασες! Νόμιζα ότι μου έκανες πλάκα» συνέχισε κοιτώντας τον στα μάτια. Ναι, τώρα ήταν σίγουρη πως ήταν κουρασμένος. Τα μάτια του την κοίταζαν επίμονα.

«Δεν μπορούσα να ζήσω σαν να μην έτρεχε τίποτα μετά από εκείνο το βράδυ. Άλλαξαν όλα. Δεν άντεχα να το αφήσω έτσι. Θα μετάνιωνα μια ζωή που δεν μας έδωσα την ευκαιρία να το ζήσουμε» της είπε.

«Τι να ζήσουμε;» ρώτησε εκείνη κάπως μπερδεμένη.

«Αυτό με εμάς. Όχι σαν φίλοι αλλά σαν εραστές. Να βγαίνουμε ραντεβού. Να φιλιόμαστε στα σχολιαρόπαιδα. Να κάνουμε έρωτα. Να σε γνωρίσω σαν κοπέλα μου και όχι σαν την κολλητή μου» της είπε τρυφερά και την αγκάλιασε.

Εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του και εκείνος την έσφιξε δυνατά. Δεν αντέδρασε γιατί της άρεσε εκεί πολύ! Ήθελε κι εκείνη να τους δώσει αυτή την ευκαιρία. Δεν την ένοιαζε πώς θα κατέληγε ήθελε απλά να αφεθεί. Στα χέρια του καλύτερού της φίλου ή μάλλον... του αγοριού της κι όπου τους έβγαζε. Αν και είχε ένα καλό προαίσθημα…