Κάθε μέρα μετά τη δουλειά έπαιρνε ένα μπουκέτο λουλούδια από τα ανθοπωλεία της Βουλής, καθώς κατηφόριζε για να πάει προς την πλατεία. Τρεις και τέταρτο νταν ήταν με το μπουκετάκι στο χέρι και συνέχιζε το δρόμο του. Ήταν η ωραιότερη στιγμή της ημέρας του. Η δουλειά είχε τελειώσει, το ίδιο και η ρουτίνα και η υπόλοιπη μέρα ήταν δική του. Για να απολαύσει τη στιγμή που θα την έβλεπε να παίρνει στα χέρια της το μπουκέτο, θα το μύριζε και θα κοιτούσε τριγύρω μήπως και δει τον αποστολέα.

Την είχε πρωτοδεί πριν από μερικές μέρες καθώς χάζευε τις βιτρίνες και στάθηκε για λίγο σε ένα κατάστημα με γραβάτες. Την είδε να βάζει στη βιτρίνα μια γραβάτα. Σαν υπνωτισμένος μπήκε μέσα. Εκείνη τον εξυπηρέτησε. Όταν τον πλησίασε για να τον βοηθήσει να την δέσει, το άρωμά της τον ζάλισε και τα μάτια της τον κοίταζαν βαθιά μέσα στα δικά του. Ήταν όμως πολύ ευγενική και διακριτική. Τελικά πήρε δύο γραβάτες τις οποίες φυσικά δεν χρειαζόταν.

Από εκείνη τη μέρα του ήρθε μια ιδέα και κάθε μέρα εκτός φυσικά από τις μέρες που το μαγαζί ήταν κλειστό, της έστελνε λουλούδια χωρίς εκείνη να γνωρίζει από ποιον ήταν. Πώς το κατάφερνε αυτό; Είχε βρει έναν μικρό συνένοχο, που είχε αναλάβει να παραδίδει το μπουκέτο. Ήταν ένας πιτσιρικάς σερβιτόρος από ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω. Του έδινε το μπουκέτο, ένα χαρτζιλίκι και περίμενε κρυμμένος σε ένα σημείο όπου μπορούσε να τη βλέπει μέχρι να πάρει στα χέρια της το μπουκέτο. Τις πρώτες μέρες ρωτούσε τον νεαρό από ποιον ήταν όμως εκείνος σήκωνε απλά τους ώμους του και αμίλητος έφευγε. Εκείνη για μερικά δευτερόλεπτα έβγαινε στην είσοδο του μαγαζιού κοιτούσε δεξιά και αριστερά, μύριζε τα λουλούδια και ξανάμπαινε μέσα.

Είχαν περάσει σχεδόν δύο εβδομάδες που συνέβαινε το περιστατικό με τα λουλούδια, όταν μια μέρα εκείνη αρνήθηκε να πάρει το μπουκέτο. Ο νεαρός αμήχανος δεν ήξερε τι να κάνει. Η κοπέλα κάτι του είπε, το ύφος της ήταν αποφασιστικό και σαν να διέκρινες μια απογοήτευση, δεν ήταν σίγουρος. Ο νεαρός απομακρύνθηκε από το κατάστημα με το μπουκέτο. Ο άνδρας τον πλησίασε προσεχτικά και τον ρώτησε τι είχε συμβεί. Ο νεαρός του απάντησε πως η κυρία δεν ήθελε πλέον να ξαναλάβει άλλη ανθοδέσμη από έναν άγνωστο και του την έδωσε πίσω. Ο άντρας ευχαρίστησε τον νεαρό, του έδωσε και επιπλέον χαρτζιλίκι και απομακρύνθηκε.

Κόντευε εννιά το βράδυ, τα μαγαζιά άρχισαν να κλείνουν σιγά σιγά. Ευτυχώς η βραδιά ήταν γλυκιά και δεν είχε κρύο. Ο τελευταίος πελάτης βγήκες από το μαγαζί και η πόρτα έκλεισε από μέσα. Εκείνος περίμενε υπομονετικά. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπά τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος του. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι. Ούτε όταν ήταν νεαρός και είχε πρωτοερωτευθεί. Τι παράξενο. Προσπαθούσε να ηρεμήσει και να σκεφτόταν συνέχεια τι έπρεπε να πει. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, τα φώτα του καταστήματος έσβησαν και την είδε να βγαίνει και να κλειδώνει. Την πλησίασε ξεροβήχοντας για να μην την τρομάξει. Εκείνη γύρισε παρόλα αυτά ξαφνιασμένη. Είδε πρώτα το μπουκέτο και μετά σήκωσε το βλέμμα της και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε. Της πρόσφερε τα λουλούδια εκείνη τα πήρε και τα μύρισε. Της έτεινε το χέρι του και εκείνη τον πήρε αγκαζέ. Αμίλητοι άρχισαν να κατηφορίζουν. Για μια στιγμή σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του. Εκείνος τα’ χασε για λίγο. Εκείνη χαμογέλασε και του έφτιαξε τη γραβάτα. Ήταν μια από τις δύο που είχε αγοράσει εκείνη τη μέρα που την είχε πρωτοδεί. Εκείνος της έτεινε και πάλι το χέρι του και συνέχισαν να περπατούν…