Μια... τυχαία συνάντηση

Την είδε να βγαίνει από το βιβλιοπωλείο και την ακολούθησε. Κρατούσε μια τσάντα δώρου. Περπατούσε βιαστικά. Ήταν πολύ όμορφα ντυμένη με ένα κομψό μαύρο παλτό που έκανε τη σιλουέτα της κομψή και μαύρες δερμάτινες μπότες. Τα μαλλιά της ήταν ίσια και λαμπερά φτάνοντας μέχρι την πλάτη και ανέμιζαν σαν περήφανη χαίτη καθώς προχωρούσε. Επιτάχυνε το βήμα του, ακολουθώντας τη στα δύο μέτρα. Εκείνη λες και ένιωσε ότι κάποιος ήταν κοντά της άρχισε να προχωρά πιο γρήγορα. Ξαφνικά έκανε μια επιτόπου στροφή και… ωπς έπεσε πάνω του.

«Σ… συγνώμη» είπε φοβισμένη και άρχισε να προχωρά προς την αντίθετη κατεύθυνση χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της να τον κοιτάξει.

«Μια στιγμή δεσποινίς» της φώναξε εκείνος, έχοντας λαχανιάσει ελαφρά.

Εκείνη κοκάλωσε και έσφιξε ακόμα περισσότερο στο χέρι της την τσάντα. Γύρισε προς τη μεριά του και σήκωσε τα μάτια της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Έμεινε να τον κοιτά σαν υπνωτισμένη. Εκείνος δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της, την πλησίασε και έσκυψε προς το πρόσωπό της, φιλώντας την απαλά στο μάγουλο. Συνέχιζε να τον κοιτάζει και χάιδεψε με το χέρι της το μάγουλο που μόλις της είχε φιλήσει. Του χαμογέλασε αμήχανα και μετά από δυο τρία δευτερόλεπτα έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος την έσφιξε δυνατά και έμειναν αγκαλιασμένοι κάμποσα λεπτά χωρίς να μιλάνε χωρίς να κουνιούνται.

Λίγη ώρα αργότερα κάθονταν σε ένα καφέ και έπιναν ζεστή σοκολάτα. Είχε μπει Νοέμβριος και η μέρα ήταν κρύα, γι’ αυτό είχαν διαλέξει ένα τραπέζι κοντά σε μια από εκείνες τις σόμπες υγραερίου. Δεν είχαν πάρει στιγμή ο ένας τα μάτια του από τον άλλο. Μιλούσαν ζωηρά και γελούσαν. Άλλες στιγμές απλά κοιτάζονταν κάνοντας παύσεις. Οι ώρες πέρασαν. Είχε πια σκοτεινιάσει. Σηκώθηκαν να φύγουν. Στο δρόμο περπατούσαν πιασμένοι χέρι. Κάποια στιγμή εκείνος σταμάτησε και την έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του, δίνοντάς τη ένα φιλί στο στόμα. Εκείνη απλά αφέθηκε και απόλαυσε τη στιγμή.

«Δεν έπρεπε να είχα φύγει προχθές. Με συγχωρείς» της είπε μετανιωμένος.

«Δεν έπρεπε να σου είχα μιλήσει έτσι» του απάντησε γλυκά «το ίδιο θα έκανα κι εγώ στη θέση σου. Όμως δεν μου είπες πώς βρέθηκες εδώ σήμερα;» τον ρώτησε με απορία.

«Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι σου και μίλησα με τη μητέρα σου. Μου είπε ότι θα ερχόσουν Αθήνα για να πάρεις κάτι και μετά θα πήγαινες στα γενέθλια της φίλης σου της Άννας. Τώρα αν σου πω ότι τυχαία σε πέτυχα την ώρα που έβγαινες από το μαγαζί θα με πιστέψεις; Κι όμως έτσι έγινε. Δεν ήξερα που να σε βρω. Απλά τριγυρνούσα. Κι έπεσα πάνω σου την κατάλληλη στιγμή. Μα καλά δεν με είχες δει;»

«Ήμουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις μου που δεν πήρα χαμπάρι. Όμως κάποια στιγμή που ένιωσα πως κάποιος με ακολουθούσε μου κόπηκαν τα πόδια από το φόβο» είπε αναστατωμένη.

«Συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω, απλά μου άρεσε να σε παρατηρώ και ήθελα πριν σου μιλήσω να σε χαζεύω λιγάκι» της είπε τρυφερά και τη φίλησε ξανά.

«Μην το κάνεις ξανά όμως» τον μάλωσε ψεύτικα.

«Δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά» της υποσχέθηκε «ακόμα και στους μεγαλύτερους καυγάδες μας» της είπε γλυκά και την αγκάλιασε με στοργή.

«Ακόμα κι όταν θα σου κρατώ μούτρα;» του είπε παιχνιδιάρικα.

«Τότε θα σου γυρνώ την πλάτη για να μην σε βλέπω» της απάντησε με το ίδιο ύφος και της χαμογέλασε ζεστά.

Το κρύο είχε αρχίσει να δυναμώνει. Τον έπιασε από τη μέση, εκείνος πέρασε το χέρι του στους ώμους της και άρχισαν να περπατούν μέχρι που οι φιγούρες τους χάθηκαν στο σκοτάδι…